-
1 ὑψι-γέννητος
ὑψι-γέννητος, hochgeboren, hochgewachsen, ἐλαίας ϑ' ὑψιγέννητον κλάδον Aesch. Eum. 43.
-
2 ὑψιγέννητος,
ὑψι-γέννητος, u. ὑψί-γονος, hochgeboren, hochgewachsen -
3 ὑψίγονος
ὑψι-γέννητος, u. ὑψί-γονος, hochgeboren, hochgewachsen
См. также в других словарях:
υψιγέννητος — ον, Α αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ ἐλαίας θ ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτι γέννητος] … Dictionary of Greek