Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὑψι-βόας

См. также в других словарях:

  • μελιβόας — μελιβόας, ὁ (Α) αυτός που μιλάει ή κελαηδάει γλυκά, που έχει μελωδική φωνή, γλυκύφωνος («ἤδη δ εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ ἐπ Ὠκεανοῡ μελιβόας κύκνος ἀχεῑ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας, υψι… …   Dictionary of Greek

  • τηλεβόας — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. (παλαιότερα) χοάνη από λεπτό έλασμα χαλκού ή ορειχάλκου με μήκος 30 ώς 40 εκατοστόμετρα, ο λαιμός τής οποίας κατέληγε σε επιστόμιο από όπου ο χειριστής εκφωνούσε παραγγέλματα, συνθήματα ή οδηγίες, κν. χωνί 2. (μεταγενέστερα)… …   Dictionary of Greek

  • υψιβόας — ὁ, Α (κωμική λ.) 1. αυτός που θοά δυνατά 2. όνομα βατράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βόας] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»