-
41 υψιπετούς
-
42 ὑψιπετοῦς
-
43 υψιπετώς
-
44 ὑψιπετῶς
-
45 υψιπετέσι
-
46 ὑψιπετέσι
-
47 υψιπετέσιν
-
48 ὑψιπετέσιν
-
49 υψιπετέστατος
-
50 ὑψιπετέστατος
-
51 υψιπετέστερα
-
52 ὑψιπετέστερα
-
53 υψιπέτην
-
54 ὑψιπέτην
-
55 υψιπέτου
-
56 ὑψιπέτου
-
57 ὑψιπετήεις
A = ὑψιπέτης, Il.22.308, Od. 24.538:—irreg. acc. pl. ὑψιπετήεις, as if fromὑψιπετήης, κίχλας Matro Conv.78
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιπετήεις
-
58 ὑψιπότητος
ὑψῐ-πότητος, ον,A = ὑψιπέτης, flying aloft, soaring, Nonn.D.5.295,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιπότητος
-
59 ὑψιπετήεις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑψιπετήεις
См. также в других словарях:
ὑψιπετῆς — ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem acc pl (attic epic doric) ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπετής — fallen from heaven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπέτης — high flying masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιπέτης — ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α αυτός που πετάει στα ύψη νεοελλ. μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πέτης (< πέτομαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
υψιπετής — ές / ὑψιπετής, ές, ΝΜΑ αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·|| αρχ. υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πετής (< πίπτω), πρβλ. χαμαι πετής] … Dictionary of Greek
ὑψιπετῆ — ὑψιπετής fallen from heaven neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπετεῖ — ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπετεῖς — ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem acc pl ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπετές — ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem voc sg ὑψιπετής fallen from heaven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπετέστατον — ὑψιπετής fallen from heaven masc acc superl sg ὑψιπετής fallen from heaven neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιπετῶν — ὑψιπέτης high flying masc gen pl (doric) ὑψιπετής fallen from heaven masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)