-
1 υψιμέδων
-
2 ὑψιμέδων
-
3 υψιμεδων
-
4 ὑψιμέδων
1 ruling on high met.παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ N. 2.19
-
5 ὑψιμέδων
II metaph., towering,Παρνασός Pi.N.2.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιμέδων
-
6 ὑψιμέδων
-
7 υψιμέδοντα
-
8 ὑψιμέδοντα
-
9 υψιμέδοντες
-
10 ὑψιμέδοντες
-
11 υψιμέδοντι
-
12 ὑψιμέδοντι
-
13 υψιμέδοντος
-
14 ὑψιμέδοντος
-
15 High
adj.Towering, steep: V. αἰπύς. αἰπεινός; see steep.High and craggy: V. ὑψηλόκρημνος.High ground: P. and V. τὰ ἄκρα, P. τὰ μετέωρα.From on high: P. and V. ἄνωθεν, V. ὑψόθεν (Plat. also but rare P.), ἐξύπερθε. P. ἐπάνωθεν.Ruling on high, adj.: Ar. ὑψιμέδων.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > High
См. также в других словарях:
ὑψιμέδων — ruling on high masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιμέδων — οντος, ὁ, θηλ. ύψιμέδουσα, Α 1. (για τον Δία) αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει στα ύψη («ὑψιμέδοντα... θεῶν Ζῆνα», Αριστοφ.) 2. μτφ. (για βουνό) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + μέδων «κυρίαρχος» (πρβλ. λαο μέδων)] … Dictionary of Greek
ὑψιμέδοντα — ὑψιμέδων ruling on high masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιμέδοντες — ὑψιμέδων ruling on high masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιμέδοντι — ὑψιμέδων ruling on high masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιμέδοντος — ὑψιμέδων ruling on high masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)