Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑψιμέδων

См. также в других словарях:

  • ὑψιμέδων — ruling on high masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψιμέδων — οντος, ὁ, θηλ. ύψιμέδουσα, Α 1. (για τον Δία) αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει στα ύψη («ὑψιμέδοντα... θεῶν Ζῆνα», Αριστοφ.) 2. μτφ. (για βουνό) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + μέδων «κυρίαρχος» (πρβλ. λαο μέδων)] …   Dictionary of Greek

  • ὑψιμέδοντα — ὑψιμέδων ruling on high masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιμέδοντες — ὑψιμέδων ruling on high masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιμέδοντι — ὑψιμέδων ruling on high masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιμέδοντος — ὑψιμέδων ruling on high masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»