-
1 υψικάρηνος
-
2 ὑψικάρηνος
-
3 υψικαρηνος
-
4 ὑψικάρηνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικάρηνος
-
5 ὑψικάρηνος
ὑψι - κάρηνος. with lofty head or peak, Il. 12.132†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑψικάρηνος
-
6 ὑψικάρηνος
ὑψι-κάρηνος, mit hohem Haupte, Wipfel -
7 υψικάρην'
ὑψικάρηνα, ὑψικάρηνοςhigh-topped: neut nom /voc /acc plὑψικάρηνε, ὑψικάρηνοςhigh-topped: masc /fem voc sg -
8 ὑψικάρην'
ὑψικάρηνα, ὑψικάρηνοςhigh-topped: neut nom /voc /acc plὑψικάρηνε, ὑψικάρηνοςhigh-topped: masc /fem voc sg -
9 υψικάρηνον
-
10 ὑψικάρηνον
-
11 κάμπη
κάμπη, ἡ, die Spannenraupe, die sich durch Zusammenkrümmen fortschnellt; Hippocr.; Arist. de incess. an. 9; πτιλόνωτος Antiphan. 8 (IX, 256). – Ein anderes großes Thier in Indien dieses Namens erwähnt D. Sic. 3, 71; ὑψικάρηνος Nonn. D. 18, 237; vgl. Apolld. 1, 2, 1 u. κάμπος.
-
12 υψικαρήνου
-
13 ὑψικαρήνου
-
14 υψικάρηνα
-
15 ὑψικάρηνα
-
16 υψικάρηνε
-
17 ὑψικάρηνε
-
18 υψικάρηνοι
-
19 ὑψικάρηνοι
См. также в других словарях:
ὑψικάρηνος — high topped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψικάρηνος — ον, Α (συν. για δέντρο) υψικόρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. πολυ κάρηνος] … Dictionary of Greek
ὑψικάρηνον — ὑψικάρηνος high topped masc/fem acc sg ὑψικάρηνος high topped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψικαρήνου — ὑψικάρηνος high topped masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψικάρηνα — ὑψικάρηνος high topped neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψικάρηνε — ὑψικάρηνος high topped masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψικάρηνοι — ὑψικάρηνος high topped masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψικάρην' — ὑψικάρηνα , ὑψικάρηνος high topped neut nom/voc/acc pl ὑψικάρηνε , ὑψικάρηνος high topped masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek