-
1 υψιδείρου
-
2 ὑψιδείρου
См. также в других словарях:
ὑψιδείρου — ὑψίδειρος with high cliffs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υψιδείρου
2 ὑψιδείρου
ὑψιδείρου — ὑψίδειρος with high cliffs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)