Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑψί-πους

См. также в других словарях:

  • χαμαίπους — ουν, Α (συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζός («χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτί πους, ὑψί πους] …   Dictionary of Greek

  • υψίπους — ουν, Α 1. αυτός που έχει ψηλά πόδια 2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτί πους)] …   Dictionary of Greek

  • τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • υψιποδισμός — και εσφ. τ. υψηποδισμός, ο, Ν βηματισμός αλόγου, κατά τον οποίο τα πόδια σηκώνονται ψηλά περισσότερο από το συνηθισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πους, ποδός + ισμός*. Ο τ. υψιποδισμός μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Ν. Πιλάβιο] …   Dictionary of Greek

  • υψιπόδης — ὁ, ΜΑ (ποιητ. τ.) ὑψίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. πολυ πόδης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»