-
1 ὑψί-πους
ὑψί-πους, πουν, gen. ποδος, hochfüßig, hochgehend, νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες οὐρανἰαν δι' αἰϑέρα τεκνωϑέντες Soph. O. R. 866.
-
2 ὑψίπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίπους
-
3 ὑψίπους
-
4 υψιπους
См. также в других словарях:
χαμαίπους — ουν, Α (συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζός («χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτί πους, ὑψί πους] … Dictionary of Greek
υψίπους — ουν, Α 1. αυτός που έχει ψηλά πόδια 2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτί πους)] … Dictionary of Greek
τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
υψιποδισμός — και εσφ. τ. υψηποδισμός, ο, Ν βηματισμός αλόγου, κατά τον οποίο τα πόδια σηκώνονται ψηλά περισσότερο από το συνηθισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πους, ποδός + ισμός*. Ο τ. υψιποδισμός μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Ν. Πιλάβιο] … Dictionary of Greek
υψιπόδης — ὁ, ΜΑ (ποιητ. τ.) ὑψίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. πολυ πόδης] … Dictionary of Greek