Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑφέσεις

См. также в других словарях:

  • ὑφέσεις — ὕφεσις letting down fem nom/voc pl (attic epic) ὕφεσις letting down fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …   Dictionary of Greek

  • κυκλώνας — Σύστημα που συνδυάζει χαμηλές πιέσεις και ισχυρούς ανέμους. Αντίθετης μορφής είναι οι καλούμενοι αντικυκλώνες ή υφέσεις, που αποτελούνται από υψηλές πιέσεις και ανέμους σχετικά μικρής έντασης. Οι κ. αποτελούν μια βίαιη ατμοσφαιρική διατάραξη… …   Dictionary of Greek

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …   Dictionary of Greek

  • κύμανση — η (Α κύμανσις, εως) [κυμαίνω] η κίνηση τών κυμάτων, κυματισμός, παλμική δόνηση, ταλάντευση, κυματοειδής κίνηση νεοελλ. μτφ. 1. αυξομείωση, διακύμανση ή αστάθεια 2. αμφιταλάντευση, δισταγμός, διστακτικότητα 3. φυσ. η μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους …   Dictionary of Greek

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek

  • περιοδικός — ή, ό / περιοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίοδος] αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους (α. «περιοδική λήψη πυρετού β. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το περιοδικό έντυπο,… …   Dictionary of Greek

  • σουανερί — η, Ν άκλ. (ξεν. λ.) ένοπλη εξέγερση τών βασιλοφρόνων χωρικών τού Μαιν και τής Βρετάνης στη Γαλλία, τών λεγόμενων Σουάν, κατά τη διάρκεια τής Γαλλικής Επανάστασης, εξέγερση που διήρκεσε, με διακοπές και υφέσεις, από το 1793 ώς το 1800. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σφήνα — Απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα στερεό ανθεκτικό σώμα πρισματικής μορφής με διατομή ισοσκελούς τρίγωνου. Με το εργαλείο αυτό εξασκούνται στις δύο ίσες πλευρές του τρίγωνου (πλευρά της σ.) δυνάμεις ανώτερες εκείνων που εξασκούνται στη βάση… …   Dictionary of Greek

  • Έβρου, νομός — Νομός (4.242 τ. χλμ., 149.354 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το βορειοανατολικό άκρο της ελληνικής επικράτειας. Συνορεύει Β με τη Βουλγαρία, ΒΑ και Α με την Τουρκία (Ανατολική Θράκη) με φυσικό όριο τον ποταμό Έβρο, Ν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»