-
1 υφάμμου
-
2 ὑφάμμου
См. также в других словарях:
ὑφάμμου — ὕφαμμος mixed with sand masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υφάμμου
2 ὑφάμμου
ὑφάμμου — ὕφαμμος mixed with sand masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)