1 ὑφιστάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφιστάω
υφιστάνω — ΜΑ (μτγν. τ.) υφίστημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ὑφίστημι (πρβλ. ἱστάνω*: ἵστημι)] … Dictionary of Greek