-
1 ὑφιέρεια
ὑφιέρεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφιέρεια
См. также в других словарях:
υφιέρεια — ἡ, Α [ἱέρεια] βοηθός ιέρειας … Dictionary of Greek
1 ὑφιέρεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφιέρεια
υφιέρεια — ἡ, Α [ἱέρεια] βοηθός ιέρειας … Dictionary of Greek