Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑφηγητικός

См. также в других словарях:

  • ὑφηγητικός — fitted for guiding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφηγητικός — ή, ό / ὑφηγητικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφηγητή ή στην υφηγεσία αρχ. 1. ο κατάλληλος να καθοδηγεί, να κατευθύνει 2. φρ. «οἱ ὑφηγητικοι διάλογοι» (ενν. τού Πλάτωνος) οι ερμηνευτικοί, εξηγητικοί διάλογοι,… …   Dictionary of Greek

  • υφηγητικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον υφηγητή ή την υφηγεσία (βλ. λ.), που είναι του υφηγητή: Υφηγητικό σύγγραμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑφηγητικωτέρων — ὑφηγητικός fitted for guiding fem gen comp pl ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικόν — ὑφηγητικός fitted for guiding masc acc sg ὑφηγητικός fitted for guiding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικοῖς — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικοί — ὑφηγητικός fitted for guiding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικοῦ — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικωτέροις — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητική — ὑφηγητικός fitted for guiding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγητικῶς — ὑφηγητικός fitted for guiding adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»