-
1 υφηγητικός
-
2 ὑφηγητικός
-
3 υφηγητικος
-
4 υφηγητικός
η, ό[ν] доцентский -
5 υφηγητικός
[ифигитикос] επ доцентский. -
6 ὑφηγητικός
A fitted for guiding, οἱ ὑ. διάλογοι Plato's expository dialogues, opp. οἱ ζητητικοί, D.L.3.49. Adv.- κῶς Poll.4.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφηγητικός
-
7 ὑφηγητικός
ὑφ-ηγητικός, ή, όν, zum Wegweisen, Anführen, Anleiten gehörig, geschickt -
8 υφηγητικωτέρων
ὑφηγητικόςfitted for guiding: fem gen comp plὑφηγητικόςfitted for guiding: masc /neut gen comp pl -
9 ὑφηγητικωτέρων
ὑφηγητικόςfitted for guiding: fem gen comp plὑφηγητικόςfitted for guiding: masc /neut gen comp pl -
10 υφηγητικόν
ὑφηγητικόςfitted for guiding: masc acc sgὑφηγητικόςfitted for guiding: neut nom /voc /acc sg -
11 ὑφηγητικόν
ὑφηγητικόςfitted for guiding: masc acc sgὑφηγητικόςfitted for guiding: neut nom /voc /acc sg -
12 υφηγητικοίς
-
13 ὑφηγητικοῖς
-
14 υφηγητικού
-
15 ὑφηγητικοῦ
-
16 υφηγητικοί
-
17 ὑφηγητικοί
-
18 υφηγητικωτέροις
-
19 ὑφηγητικωτέροις
-
20 υφηγητικώς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑφηγητικός — fitted for guiding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφηγητικός — ή, ό / ὑφηγητικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφηγητή ή στην υφηγεσία αρχ. 1. ο κατάλληλος να καθοδηγεί, να κατευθύνει 2. φρ. «οἱ ὑφηγητικοι διάλογοι» (ενν. τού Πλάτωνος) οι ερμηνευτικοί, εξηγητικοί διάλογοι,… … Dictionary of Greek
υφηγητικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον υφηγητή ή την υφηγεσία (βλ. λ.), που είναι του υφηγητή: Υφηγητικό σύγγραμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφηγητικωτέρων — ὑφηγητικός fitted for guiding fem gen comp pl ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικόν — ὑφηγητικός fitted for guiding masc acc sg ὑφηγητικός fitted for guiding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικοῖς — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικοί — ὑφηγητικός fitted for guiding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικοῦ — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικωτέροις — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητική — ὑφηγητικός fitted for guiding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικῶς — ὑφηγητικός fitted for guiding adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)