-
1 υφείρπε
-
2 ὑφεῖρπε
-
3 υφερπω
подползать, подкрадыватьсяχαρά μ΄ ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη Aesch. — радость охватывает меня и вызывает слезы;
ὑφεῖρπε πολύ Soph. — эта мысль глубоко проникла (в меня);φθονερὸν ὑπ΄ ἄλγος ἕρπει Ἀτρείδαις Aesch. — бурное негодование на Атридов овладевает (всеми) -
4 ὑφέρπω
A creep on secretly, ὑφεῖρπε γὰρ πολύ the report spread far, S.OT 786; φθονερὸν ὑπ' ἄλγος ἕρπει Ἀτρείδαις angry feelings creep abroad against them, A.Ag. 450 (lyr.).II c. acc.,ὑ. εὐνήν Philostr.VA1.37
;ὑ. σκοπόν
secretly aim at,Hld.
10.19.2 like ὑπέρχομαι 11, of involuntary feelings, steal upon, come over,χαρά μ' ὑφέρπει A.Ag. 270
;τρόμος μ' ὑ. Id.Ch. 463
(lyr.).
См. также в других словарях:
ὑφεῖρπε — ὑφέρπω creep on secretly imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφέρπω — ὑφέρπω ΝΜΑ [ἕρπω] 1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ.… … Dictionary of Greek