-
1 υφαίνει
-
2 ὑφαίνει
-
3 ὑφαίνω
Aὑφαίνεσκον Od.19.149
: [tense] fut. (anap.): [tense] aor.ὕφηνα Od.4.739
, 13.303, Ar.Lys. 586, etc.; later ὕφᾱνα, LXXJd.16.14, Inscr.Délos 442 A 206 (ii B. C.), AP6.265 (Noss.), Hymn.Is.14; as [dialect] Dor. form, B.5.9, al.: [tense] pf. ὕφαγκα ([etym.] συν-) D.H.Comp. 18, ([etym.] παρ-) Ph.Byz.Mir.2.5:—[voice] Med., v. infr.: [tense] aor. , X.Mem.3.11.6:—[voice] Pass., [tense] aor. , ([etym.] ἐν-, συν-) Hdt. 1.203, 5.105: [tense] pf.ὕφασμαι Antiph.99
, Luc.VH1.18, ([etym.] ἐν-) Hdt. 3.47, ([etym.] παρ-) X.Cyr.5.4.48, but [ per.] 3sg.ὕφανται S.E.M.8.129
; a form ὑφήφασμαι is cited in Suid., ὑφήφανται in Phryn.PSp.32 B.,ὑφήφασται Choerob. in Theod.2.91
H.,ὑφύφασται Zenod.
ap. EM785.46, Eust.1436.51: cf. ἐξυφαίνω. [ῠ exc. in augm. tenses.]:—weave, freq. in Hom., who always joins ἱστὸν ὑφαίνειν (cf. ὑφάω), Il.6.456, Od.2.104, al.; except in 13.108, φάρε' ὑφαίνουσιν; so ; ; ;ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς ὑ. τι E.IT 814
; ; ἀράχνια ὑ., of spiders, Arist.HA 542a13, cf. 623a8: abs., weave, ply the loom, Hdt.2.35;αἱ ὑφαίνουσαι Arist.GA 717a36
; (cj. Heinsius for ἔφαινον):— [voice] Med.,ἱμάτιον ὑφαίνεσθαι Pl.Phd. 87b
, cf. X.Mem.3.11.6 sq.:—[voice] Pass., λίθος ὑφαινομένη, i.e. asbestos, Str.10.1.6.II contrive, plan, of all schemes, good or bad, which are craftily imagined, freq. in Hom.;πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Il.6.187
;ἔνδοθι μῆτιν ὑ. Od.4.678
; ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας ib. 739;μῆτιν ὕφαινε μετὰ φρεσίν Hes.Sc.28
, cf. B.16.51;δόλους καὶ μῆτιν ὑ. Od.9.422
;μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὑ. Il.3.212
, cf. Call.Fr. 3ii10P. ([voice] Pass.); ταῦθ' ὕφηναν ἡμῖν ἐπὶ τυραννίδι this was the plot they laid against us to bring in tyranny, Ar.Lys. 630;πάντα.. ἐκ φρενὸς ὑφάνασα Hymn.Is.14
:—[voice] Med., Nicopho 5: but ὑφαίνεται is f.l. for ὑφαίνετε in Lyr.Adesp.ap. Stob.1.5.11 (v. Nauck TGF2p.xx).III generally, create, construct,οἰκοδομήματα Pl.Criti. 116b
;ὄλβον Pi.P.4.141
; θεμείλια Φοῖβος ὑφαίνει he lays the foundation, Call.Ap.57;κηρὸν ὑ. Tryph.536
:—[voice] Pass., ἀναίμου ὑφανθέντος [τοῦ σπληνός] Pl.Ti. 72c.2 compose, write, ποικίλον ἄνδημα (metaph. of an ode) Pi.Fr. 179;ὕμνον B.5.9
. (ὑφ-αίνω, cf. ὑφή, ὕφος, OE. wefan 'weave', Skt. ubhnāti 'hold together, cover, bind'.)
См. также в других словарях:
ὑφαίνει — ὑφαίνω weave pres ind mp 2nd sg ὑφαίνω weave pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
ανυφαντής — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών. 1. Α. ο Βυζαριανός (18ος αι.). Αρματολός από το χωριό Βυζάρι της επαρχίας Αμαρίου, στην Κρήτη. Νέος κατέφυγε στη Γαλλία, όπου κατατάχθηκε στον στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα και πήρε μέρος στην εκστρατεία της Αιγύπτου… … Dictionary of Greek
αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ευήτριος — (I) εὐήτριος, ον και δωρ. τ. εὐάτριος, ον (ΑΜ) ο υφασμένος με καλή και λεπτή κλωστή («αἱ εὐήτριοι σινδόνες») αρχ. αυτός που υφαίνει καλά («πέπλων εὐάτριον ἐργάτιν... κερκίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήτριον «ύφανση»]. (II) εὐήτριος, ον (Α) ευκοίλιος … Dictionary of Greek
κέρκισις — κέρκισις, ἡ (Α) [κερκίζω] το να υφαίνει κανείς με κερκίδα («οἷον σπάθησις καὶ κέρκισις», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
καιροδαπιστής — καιροδαπιστής, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει τάπητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖρος «τα σχοινιά τού στημονιού τού αργαλειού» + δάπις «τάπης, χαλί» + κατάλ. τής] … Dictionary of Greek
καλοπλόκος — καλοπλόκος, ὁ (Α) (γλώσσα) αυτός που υφαίνει ή που πλέκει με επιμέλεια, με επιδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλῶς) + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, λινο πλόκος] … Dictionary of Greek
καυνακοπλόκος — καυνακοπλόκος, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει το ένδυμα καυνάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] … Dictionary of Greek
κροκισμός — κροκισμός, ὁ (Α) 1. το να υφαίνει κάποιος 2. ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «ύφασμα», μέσω ενός αμάρτυρου *κροκίζω] … Dictionary of Greek