Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑφαίνει

См. также в других словарях:

  • ὑφαίνει — ὑφαίνω weave pres ind mp 2nd sg ὑφαίνω weave pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • ανυφαντής — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών. 1. Α. ο Βυζαριανός (18ος αι.). Αρματολός από το χωριό Βυζάρι της επαρχίας Αμαρίου, στην Κρήτη. Νέος κατέφυγε στη Γαλλία, όπου κατατάχθηκε στον στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα και πήρε μέρος στην εκστρατεία της Αιγύπτου… …   Dictionary of Greek

  • αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ευήτριος — (I) εὐήτριος, ον και δωρ. τ. εὐάτριος, ον (ΑΜ) ο υφασμένος με καλή και λεπτή κλωστή («αἱ εὐήτριοι σινδόνες») αρχ. αυτός που υφαίνει καλά («πέπλων εὐάτριον ἐργάτιν... κερκίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήτριον «ύφανση»]. (II) εὐήτριος, ον (Α) ευκοίλιος …   Dictionary of Greek

  • κέρκισις — κέρκισις, ἡ (Α) [κερκίζω] το να υφαίνει κανείς με κερκίδα («οἷον σπάθησις καὶ κέρκισις», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • καιροδαπιστής — καιροδαπιστής, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει τάπητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖρος «τα σχοινιά τού στημονιού τού αργαλειού» + δάπις «τάπης, χαλί» + κατάλ. τής] …   Dictionary of Greek

  • καλοπλόκος — καλοπλόκος, ὁ (Α) (γλώσσα) αυτός που υφαίνει ή που πλέκει με επιμέλεια, με επιδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλῶς) + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, λινο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • καυνακοπλόκος — καυνακοπλόκος, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει το ένδυμα καυνάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • κροκισμός — κροκισμός, ὁ (Α) 1. το να υφαίνει κάποιος 2. ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «ύφασμα», μέσω ενός αμάρτυρου *κροκίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»