-
1 υφαντική
-
2 ὑφαντικῇ
-
3 υφαντική
-
4 ὑφαντική
-
5 υφαντικήι
-
6 ὑφαντικῆι
-
7 στρεπτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρεπτικός
-
8 ἀποχράω
A- χρῆν D.4.22
, Antiph.161, Luc.Herm.24 (- χρῆναι v.l. in D.H.3.22, condemned by AB81), [dialect] Ion.- χρᾶν Hdt.3.138
, but- χρῆναι Hp.VC14
; part. -χρῶν, -χρῶσα, v. infr.: [tense] impf. ἀπέχρη, [dialect] Ion.- έχρα Hdt.1.66
: [tense] fut. - χρήσω: [tense] aor. - έχρησα:—suffice, be sufficient, be enough:1 abs., in persons other than [ per.] 3sg., [ per.] 1sg. only in εἷς ἐγὼν ἀποχρέω [Epich.] l.c.; [θανάτω] δύ' ἀποχρήσουσιν μόνω Ar.Pl. 484
; ἀποχρήσει (sc. ἡ ὑφαντική) Pl.Plt. 279b; ;ἀποχρῶν ἀνὴρ ἔμοιγε πρὸς τὰ νῦν κακά Pherecr.145.6
;ἡλικία ἀποχρῶσα Ar.Fr. 489
;σύμβουλος ἀποχρῶν τῇ πόλει Pl.Alc.2.145c
; of ἀρετή, Stoic.3.50: c. inf.,ἀποχρῶσι.. ἑκατὸν νέες χειρώσασθαι Hdt.5.31
;Κνιδίους μούνους ἀποχρᾶν οἱ τοὺς κατάγοντας γίνεσθαι Id.3.138
, cf. 9.48;πεδίον ἀποχρῶν τὴν Ἀσίαν πρὸς τὴν Εὐρώπην ἀντιτάξαι Philostr. Im.1.1
.2 mostly in [ per.] 3sg., c. dat.,a with a nom., [ποταμὸς] οὐκ ἀπέχρησε τῆ στρατιῇ πινόμενος was not enough to supply the army with drink, Hdt.7.43, 196; often in the phraseταῦτ' ἀπόχρη μοι Ar. Av. 1603
, cf. Pl.Phdr. 279a;ἀπόχρη μοι τοσοῦτον ἐὰν.. Isoc.5.28
;οὐκ ἀπέχρησε δὲ αὐτῷ τοῦτο D.21.17
;οὐδὲ ταῦτ' ἀπέχρησεν αὐτοῖς Isoc. 4.97
. b. impers., c. inf., ἀποχρᾷ ([etym.] - χρη) μοι ἡσυχίην ἄγειν, ποιέειν τι, etc., t)is sufficient for me to.., Hdt.1.66, 6.137, 9.79, Hp.Mochl.38; [ἔφασαν] ἀποχρήσειν σφι τὴν ἑωυτῶν φυγάσσειν Hdt.8.130
: c. dat. part., ἀποχρᾶν σφι κατὰ τὸ ἥμισυ ἡγεομένοισι it was enough for them if they shared the command, Id.7.148; μέρος βαιὸν ἐχούση πᾶν ἀπόχρη μοι 'tis all sufficient for me to have a little, A.Ag. 1574 (nowhere else in Trag.);τοσαῦτ' ἀπόχρη προσθήσειν Str.9.1.20
.c impers., ἀπόχρη τινός there is enough of a thing, Hp.Mul.1.12, Vid.Ac.4; ἀποχρῆν ἐνίοις ὑμῶν ἄν μοι δοκεῖ εἰ.. methinks it would have satisfied some of you, D.4.42: abs. in part., οὐκ ἀποχρῆς αν αὐτῷ since it did not suffice him, Arist.Xen. 976b21.3 [voice] Pass., to be contented with a thing, c. dat., ἀποχρεωμένων τούτοισι τῶν Μυσῶν the Mysians being satisfied therewith, Hdt.1.37;τοῖς ὀνόμασι μόνον D.17.31
.b impers.,οὐκ ἀπεχρᾶτο μούνων Μήδων ἄρχειν Hdt.1.102
;ἀπεχρᾶτό σφι ἡσυχίην ἄγειν Id.8.14
.II deliver an oracle, Ael.Fr.59.B ἀποχράομαι use to the full, avail oneself of,ἐπικαιρότατον χωρίον.. ἀποχρῆσθαι Th.1.68
;ἀποχρήσασθε τῆ.. ὠφελίᾳ Id.6.17
, cf. 7.42; ὅταν.. ἀποχρήσωνται χρῶνται λοιπὸν ὡς προδόταις when they have made all the use they can of them, then they deal with them.., Plb.18.15.9.2 abuse, misuse, c. dat.,εἰς ταῦτα ἀποχρῆσθαι τῷ πλουτεῖν D.21.124
;πλεονεκτικῶς ταῖς ἐξουσίαις ἀ. OGI665.16
(Egypt, i A.D.);ἀποχρωμένων μᾶλλον ἢ χρωμένων αὐτῷ Plu.Comp.Alc.Cor.2
;οἷς μὲν χρῆσθαι, οἷς δ' ἀ. Id.2.178c
: c. gen.,θυγατρός Id.Nob.13
.3 c. acc., destroy, kill, Ar.Fr. 358, Th.3.81, Poll.8.74, etc.5 ἀποχρησαμένοις· ἀποσεισαμένοις, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποχράω
-
9 ὑφαντικός
A skilled in weaving, Pl.Cra. 388c sq.;τὸν -ώτατον Id.Grg. 490d
. Adv. - κῶς in weaver-like fashion, Id.Cra. l. c.II ἡ ὑφαντική (sc. τέχνη) the art of weaving, Democr.154, Pl.Grg. 449d, Arist.Pol. 1256a6, Phld.Mus.p.103 K.; in full,ὑ. τέχνη PSI3.241.8
(iii A. D.).2 τὸ τέλος τοῦ -κοῦ tax on weaving, Ostr.Bodl. i 127 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφαντικός
См. также в других словарях:
υφαντική — η / ὑφαντική, ΝΑ βλ. υφαντικός … Dictionary of Greek
υφαντική — η η τέχνη της ύφανσης, η υφαντουργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφαντικῇ — ὑφαντικός skilled in weaving fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντική — ὑφαντικός skilled in weaving fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντικῆι — ὑφαντικῇ , ὑφαντικός skilled in weaving fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
υφαντικός — ή, ό / ὑφαντικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» ο αργαλειός θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… … Dictionary of Greek
διαστικός — ή, ό (AM διαστικός, ή, όν) [διάζομαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάσιμο ή στην υφαντική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διαστικά η αμοιβή για το διάσιμο*, η πληρωμή τής διάστρας* αρχ. το θηλ. ως ουσ. η διαστική η υφαντική … Dictionary of Greek