Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑστέρουν

  • 1 υστερούν

    ὑστερέω
    to be behind: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ὑστερέω
    to be behind: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > υστερούν

  • 2 ὑστεροῦν

    ὑστερέω
    to be behind: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ὑστερέω
    to be behind: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ὑστεροῦν

  • 3 υστέρουν

    ὑ̱στέρουν, ὑστερέω
    to be behind: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
    ὑ̱στέρουν, ὑστερέω
    to be behind: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)
    ὑστερέω
    to be behind: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
    ὑστερέω
    to be behind: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > υστέρουν

  • 4 ὑστέρουν

    ὑ̱στέρουν, ὑστερέω
    to be behind: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
    ὑ̱στέρουν, ὑστερέω
    to be behind: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)
    ὑστερέω
    to be behind: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
    ὑστερέω
    to be behind: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ὑστέρουν

См. также в других словарях:

  • ὑστεροῦν — ὑστερέω to be behind pres part act masc voc sg (attic epic doric) ὑστερέω to be behind pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρουν — ὑ̱στέρουν , ὑστερέω to be behind imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ὑ̱στέρουν , ὑστερέω to be behind imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ὑστερέω to be behind imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ὑστερέω to be behind imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …   Dictionary of Greek

  • αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Λάουμπε, Χάινριχ — (Heinrich Laube, Σπρόταου, Σιλεσία 1806 – Βιέννη 1884). Γερμανός πολιτικός, συγγραφέας και διευθυντής θεάτρου. Άρχισε να σπουδάζει θεολογία, αλλά τελικά πήρε δίπλωμα φιλολογίας και υπήρξε, μαζί με τον Γκούτσκο, ο πιο δραστήριος εκπρόσωπος του… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρντο, Εθνικό Μουσείο — (Τυνησίας). Το Ε.Μ.Μ. στην Tύνιδα είναι το σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο των χωρών του Mάγρεμπ και η σπουδαιότερη συλλογή ψηφιδωτών στον κόσμο. Tο μουσείο ιδρύθηκε το 1882 με το όνομα Mουσείο Aλάουι και εγκαινιάστηκε έξι χρόνια αργότερα. Tο… …   Dictionary of Greek

  • Σπιλχάγκεν, Φρήντριχ — (Spielhagen). Γερμανός συγγραφέας (Μαγδεμπούργο 1829 Βερολίνο 1911). Καθηγητής και δημοσιογράφος αρχικά, αποσύρθηκε στην ιδιωτική ζωή και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Υπήρξε σφοδρός πολέμιος του νατουραλισμού ενάντια του οποίου έγραψε πολυάριθμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»