-
1 ὑστερο-γενής
ὑστερο-γενής, ές, später als die Geburt, nach der Geburt entstehend, τρίχες Arist. H. A. 3, 11; Ggstz σύμφυτος, part. anim. 2, 7. – Compar., Nic. ar. 1, 4.
-
2 ὑστερογενής
ὑστερο-γενής, ές, später als die Geburt, nach der Geburt entstehend
См. также в других словарях:
υστερ(ο)- — / ὑστερ(ο) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο: α) προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία εκείνου που γίνεται ή αρχίζει αργότερα, ύστερα (πρβλ. υστερο γενής, υστερο γραφος, υστερο φημία βλ. και λ. ύστερος) β) αποτελεί α… … Dictionary of Greek
προγενής — ές, Α 1. ο γεννημένος πρωτύτερα 2. (κατ επέκτ.) παλαιός, αρχαίος, πανάρχαιος («ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον καὶ θεοὶ προγενεῑς, ἄγομαι δὴ κοὐκέτι μέλλων», Σοφ.) 3. προηγούμενος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προγενεῑς οι παλαιότεροι άνθρωποι, αυτοί… … Dictionary of Greek
προτερηγενής — ές, Α αυτός που γεννήθηκε πρότερος, παλαιότερος, προγενέστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + γενής (< γένος), πρβλ. ὑστερο γενής. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek