-
1 υστερολογία
ὑστερολογίᾱ, ὑστερολογίαfem nom /voc /acc dualὑστερολογίᾱ, ὑστερολογίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὑστερολογίᾱͅ, ὑστερολογίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ὑστερολογία
Βλ. λ. υστερολογία -
3 ὑστερολογίᾳ
Βλ. λ. υστερολογία -
4 υστερολογία
η заключительное слово (докладчика) -
5 ὑστερολογία
ὑστερο-λογία, ἡ, Rhet.,A = πρωθύστερον, Choerob.Trop.27, Eust.80.16, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστερολογία
-
6 ὑστερολογία
ὑστερο-λογία, ἡ, das Zuletztsprechen, die Rede des letzten Sprechers, bes. die Rolle des letzten Schauspielers. In der Rhetorik die Figur des πρωϑύστερον -
7 υστερολογίας
ὑστερολογίᾱς, ὑστερολογίαfem acc plὑστερολογίᾱς, ὑστερολογίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ὑστερολογίας
ὑστερολογίᾱς, ὑστερολογίαfem acc plὑστερολογίᾱς, ὑστερολογίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
9 υστερολογίαν
-
10 ὑστερολογίαν
-
11 πρωθ-ύστερον
πρωθ-ύστερον, τό, die grammatische Figur, welche auch ὕστερον πρότερον od. ὑστερολογία heißt, das Letzte zuerst, Gramm.
-
12 πρωθύστερον
πρωθ-ύστερον, τό, die grammatische Figur, welche auch ὕστερον πρότερον od. ὑστερολογία heißt, das Letzte zuerst
См. также в других словарях:
ὑστερολογία — ὑστερολογίᾱ , ὑστερολογία fem nom/voc/acc dual ὑστερολογίᾱ , ὑστερολογία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερολογίᾳ — ὑστερολογίᾱͅ , ὑστερολογία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστερολογία — η / ὑστερολογία, ΝΜΑ [ὑστερολόγος] (ρητ.) σχήμα λόγου, το πρωθύστερο νεοελλ. 1. προσθήκη που γίνεται μετά το τέλος ή στο τέλος τού λόγου, επίλογος 2. (κατ επέκτ.) καθετί που λέγεται ανεπίσημα μετά το τέλος μιας συζήτησης αρχ. ο λόγος τού… … Dictionary of Greek
ὑστερολογίας — ὑστερολογίᾱς , ὑστερολογία fem acc pl ὑστερολογίᾱς , ὑστερολογία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερολογίαν — ὑστερολογίᾱν , ὑστερολογία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
histerología — (Del gr. hysteros, posterior + logia, palabra.) ► sustantivo femenino RETÓRICA Figura retórica, variedad del hipérbaton. * * * histerología (del lat. «hysterologĭa», del gr. «hysterología», enunciación de lo posterior) f. *Figura retórica que… … Enciclopedia Universal
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
histerología — (Del lat. hysterologĭa, y este del gr. ὑστερολογία, enunciación de lo último). f. Ret. Figura que consiste en invertir o trastornar el orden lógico de las ideas, diciendo antes lo que debería decirse después … Diccionario de la lengua española