Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑστερολογία

См. также в других словарях:

  • ὑστερολογία — ὑστερολογίᾱ , ὑστερολογία fem nom/voc/acc dual ὑστερολογίᾱ , ὑστερολογία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερολογίᾳ — ὑστερολογίᾱͅ , ὑστερολογία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστερολογία — η / ὑστερολογία, ΝΜΑ [ὑστερολόγος] (ρητ.) σχήμα λόγου, το πρωθύστερο νεοελλ. 1. προσθήκη που γίνεται μετά το τέλος ή στο τέλος τού λόγου, επίλογος 2. (κατ επέκτ.) καθετί που λέγεται ανεπίσημα μετά το τέλος μιας συζήτησης αρχ. ο λόγος τού… …   Dictionary of Greek

  • ὑστερολογίας — ὑστερολογίᾱς , ὑστερολογία fem acc pl ὑστερολογίᾱς , ὑστερολογία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερολογίαν — ὑστερολογίᾱν , ὑστερολογία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • histerología — (Del gr. hysteros, posterior + logia, palabra.) ► sustantivo femenino RETÓRICA Figura retórica, variedad del hipérbaton. * * * histerología (del lat. «hysterologĭa», del gr. «hysterología», enunciación de lo posterior) f. *Figura retórica que… …   Enciclopedia Universal

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • histerología — (Del lat. hysterologĭa, y este del gr. ὑστερολογία, enunciación de lo último). f. Ret. Figura que consiste en invertir o trastornar el orden lógico de las ideas, diciendo antes lo que debería decirse después …   Diccionario de la lengua española

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»