-
1 υστεροβουλία
ὑστεροβουλίᾱ, ὑστεροβουλίαdeliberation after the fact: fem nom /voc /acc dualὑστεροβουλίᾱ, ὑστεροβουλίαdeliberation after the fact: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὑστεροβουλίᾱͅ, ὑστεροβουλίαdeliberation after the fact: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ὑστεροβουλία
Βλ. λ. υστεροβουλία -
3 ὑστεροβουλίᾳ
Βλ. λ. υστεροβουλία -
4 υστεροβουλία
η1) задняя мысль, скрытый у'мысел, тайное намерение; 2) скрытность; неискренность -
5 ὑστεροβουλία
-ας ἡ N 1 0-0-0-1-0=1 Prv 31,3deliberation after the facts, remorse, wisdom after the events, hindsight; *Prv 31,3 εἰς ὑστεροβουλίαν to have remorse-ִמְלִכין thoughts, counsel for MT ְמָלִכין kings; neol. -
6 υστεροβουλία
[истэровулиа] ουσ θ неспособность быстро соображать. -
7 ὑστεροβουλία
ὑστερο-βουλία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστεροβουλία
-
8 ὑστεροβουλία
ὑστερο-βουλία, ἡ, Berathschlagung nach der Tat -
9 υστεροβουλία
art düşünce -
10 υστεροβουλίας
ὑστεροβουλίᾱς, ὑστεροβουλίαdeliberation after the fact: fem acc plὑστεροβουλίᾱς, ὑστεροβουλίαdeliberation after the fact: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ὑστεροβουλίας
ὑστεροβουλίᾱς, ὑστεροβουλίαdeliberation after the fact: fem acc plὑστεροβουλίᾱς, ὑστεροβουλίαdeliberation after the fact: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 υστεροβουλίαν
ὑστεροβουλίᾱν, ὑστεροβουλίαdeliberation after the fact: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 ὑστεροβουλίαν
ὑστεροβουλίᾱν, ὑστεροβουλίαdeliberation after the fact: fem acc sg (attic doric aeolic) -
14 υστεροβουλίαις
-
15 ὑστεροβουλίαις
См. также в других словарях:
ὑστεροβουλία — ὑστεροβουλίᾱ , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem nom/voc/acc dual ὑστεροβουλίᾱ , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεροβουλίᾳ — ὑστεροβουλίᾱͅ , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστεροβουλία — η / ὑστεροβουλία, ΝΑ νεοελλ. σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια αρχ. 1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + βουλία (< βουλος <… … Dictionary of Greek
υστεροβουλία — η σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια, που αποσκοπεί σε προσωπικά οφέλη, ανειλικρίνεια, υποκρισία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑστεροβουλίας — ὑστεροβουλίᾱς , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem acc pl ὑστεροβουλίᾱς , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεροβουλίαν — ὑστεροβουλίᾱν , ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεροβουλίαις — ὑστεροβουλία deliberation after the fact fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστερόβουλος — η, ο, Ν αυτός που σκέπτεται ή ενεργεί με υστεροβουλία, ιδιοτελής. επίρρ... υστεροβούλως και υστερόβουλα Ν με υστεροβουλία, με ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό βουλος. Το επίρρ. στον λόγιο τ. ὑστεροβούλως,… … Dictionary of Greek
Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… … Dictionary of Greek
αλληλεγγύη — Η ηθική ή υλική αλληλοβοήθεια ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας της· η αμοιβαία εγγύηση· η αμοιβαία σχέση δύο ή περισσότερων ατόμων με πνεύμα δικαιοσύνης και αδελφότητας που εκδηλώνεται σε πράξεις αλληλοεξυπηρέτησης. Η α. διακρίνεται… … Dictionary of Greek
ανυστερόβουλος — η, ο αυτός που δεν έχει υστεροβουλία, ανιδιοτελής, ειλικρινής … Dictionary of Greek