Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑσγῑνο-βᾰφῆ

См. также в других словарях:

  • ύσγινο — το / ὕσγινον, ΝΜΑ φυτική βαφή κόκκινου χρώματος που λαμβάνεται από τους καρπούς τού φυτού ύσγη νεοελλ. το ζωηρό κόκκινο χρώμα αρχ. ένδυμα με ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγη + κατάλ. ινον, ουδ. τής κατάλ. ινος] …   Dictionary of Greek

  • ύσγη — η / ὕσγη, ΝΜΑ το φυτό δρυς η πρίνος, από τους καρπούς τής οποίας εξάγεται η φυσική βαφή ύσγινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. γαλατικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»