-
1 υσγινοβαφη
См. также в других словарях:
ύσγινο — το / ὕσγινον, ΝΜΑ φυτική βαφή κόκκινου χρώματος που λαμβάνεται από τους καρπούς τού φυτού ύσγη νεοελλ. το ζωηρό κόκκινο χρώμα αρχ. ένδυμα με ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγη + κατάλ. ινον, ουδ. τής κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek
ύσγη — η / ὕσγη, ΝΜΑ το φυτό δρυς η πρίνος, από τους καρπούς τής οποίας εξάγεται η φυσική βαφή ύσγινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. γαλατικής προέλευσης] … Dictionary of Greek