-
1 ὑπερ-ώϊος
ὑπερ-ώϊος, s. ὑπερῷος.
-
2 λεχώϊος
A of or belonging to childbed, A.R.2.1014; λ. δῶρα presents made at the birth, AP7.166 (Diosc. or Nicarch.).II neut. as Subst., Ρείης.. λεχώϊον the place where Rhea bare her child, Call.Jov.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεχώϊος
-
3 ὑπερῷος
A upper,στοαὶ ὑπερῷοι D.H.3.68
, Paus.5.10.10; , cf. IG42(1).126.11 (Epid., ii A. D.); [ τόποι (rooms)] POxy.76.19 (ii A. D.); ὑ. θάλαμος, = ὑπερῷον, Plu.Pel.35; soὑ. οἶκος Gal.14.47
; (Pergam., ii B. C.), Plu.Arat.26.2 Thess. [full] Ὑπεροῖος, ὁ, name of a month in Perrhaebia, IG9(2).1231.8 (Phalanna, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερῷος
См. также в других словарях:
χηλώϊος — Α (κατά τον Ησύχ.) «χηλός κιβωτός». [ΕΤΥΜΟΛ. < χηλός* «κιβώτιο» + επίθημα ώϊος (πρβλ. πατρ ώϊος)] … Dictionary of Greek
ολοφώιος — ὀλοφώϊος, ον (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τής λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ.… … Dictionary of Greek