Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπ-ώϊος

См. также в других словарях:

  • χηλώϊος — Α (κατά τον Ησύχ.) «χηλός κιβωτός». [ΕΤΥΜΟΛ. < χηλός* «κιβώτιο» + επίθημα ώϊος (πρβλ. πατρ ώϊος)] …   Dictionary of Greek

  • ολοφώιος — ὀλοφώϊος, ον (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τής λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»