-
1 ὑπ-οψιαστικός
ὑπ-οψιαστικός, ή, όν, argwöhnend, vermuthend; adv., ὑποψιαστικῶς διακεῖσϑαι πρός τι Schol. Ar. Vesp. 647; Zenob. 6, 2.
-
2 ὑποψιαστικός
ὑπ-οψιαστικός, ή, όν, argwöhnend, vermutend
1 ὑπ-οψιαστικός
ὑπ-οψιαστικός, ή, όν, argwöhnend, vermuthend; adv., ὑποψιαστικῶς διακεῖσϑαι πρός τι Schol. Ar. Vesp. 647; Zenob. 6, 2.
2 ὑποψιαστικός