Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὑπ-ουθάτιος

См. также в других словарях:

  • ουθάτιος — οὐθάτιος, ία, ον (Α) [ούθαρ, ατος] αυτός που αναφέρεται στο ούθαρ* («μαστοῡ οὐθατίου», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • οὐθατίου — οὐθάτιος of the udder masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουθατόεις — οὐθατόεις, εσσα, εν (Α) 1. ουθάτιος* 2. μτφ. γόνιμος, παραγωγικός, καρποφόρος («χθόνα πάντων τροφὸν οὐθατόεσσαν», Ορφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖθαρ, ατος «μαστός» + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • υπουθάτιος — ία, ον, Α ὑπομάζιος*. αυτός που θηλάζει ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οὐθάτιος «αυτός που αναφέρεται στον μαστό» (< οὖθαρ, ατος «μαστός»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»