-
21 злить
-
22 злиться
θυμώνω, οργίζομαι -
23 кипятиться
кипятить||ся1. βράζω (βμετ.γ2. перен (горячиться) разг ἀνάβω, ἐξάπτομαι, ὁργίζομαι. -
24 ожесточаться
ожесточ||а́тьсяγίνομαι σκληρός, ἐξαγριώνομαι, ἀγ-Ρΐεύω / ὁργίζομαι, μανιάζω (άμετ.) (озлобляться). -
25 разгневаться
разгневать||сяὁργίζομαι, ἐξοργίζομαι, ἐξερεθίζομαι, θυμώνω. -
26 οργίζω
μετ. приводить в ярость, в негодование; разгневать (уст.);οργίζομαι — приходить в ярость, негодование; — разгневаться (уст.)
-
27 iror
īror, Nbf. v. irascor, Gloss. III, 483, 32 iror, ὀργίζομαι. -
28 разгневаться
[ραζγκνιέβατσα] ρ. οργίζομαι -
29 разгневаться
[ραζγκνιέβατσα] ρ οργίζομαι -
30 вскипеть
-плю, -пишь, ρ.σ.1. βράζω, κοχλάζω•молоко -ло το γάλα εβρασε.
2. μτφ. θυμώνω, οργίζομαι, βράζω από θυμό, αγανάχτηση. -
31 гневаться
ρ.δ. παλ. οργίζομαι, θυμώνω. -
32 злобить
-йлю, -бишьρ.δ.μ. παλ. οργίζω, θυμώνω, ερεθίζω, χολώνω, φουρκίζω.οργίζομαι, θυμώνω, ερεθίζομαι, φουρκίζομαι, κακιώνω. -
33 опалить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опа-ленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. περικαίω, περιφλογίζω, καψαλίζω.2. (για ήλιο, καύσωνα, άνεμο) στεγνώνω, ξηραίνω.1. περικαίομαι, περιφλογίζομαι(για δέρμα, ενδυμασία).2. (εξ)οργίζομαι, θυμώνω, ανάβω. -
34 осерчать
ρ.σ. (απλ.) θυμώνω, οργίζομαι. -
35 погневаться
ρ.σ. παλ. θυμώνω, οργίζομαι(για ένα χρον. διάστημα). -
36 покипятить
-
37 сердить
сержу, сердишьρ.δ.μ. οργίζω, εξοργίζω, παροργιζω, θυμώνω, χολώνω, αψώνω.οργίζομαι, θυμώνω, κακιώνω κλπ. ρ.μ. -
38 щетинить
-нитρ.δ.μ. (απλ.) ορθώνω τις τρίχες, το τρίχωμα.1. (για τρίχες) ορθώνομαι. || (για χόρτα) σηκώνομαι, εξέχω.2. ανορθώνω τις τρίχες, το τρίχωμα.3. μτφ. αγριεύω, κακιώνω, θυμώνω, οργίζομαι. -
39 μαίνομαι
Aμᾰνοῦμαι Hdt.1.109
,μᾰνήσομαι AP11.216
(Lucill.), D.L.7.118 (neither found in [dialect] Att.): [tense] pf. with [tense] pres. sense , S.El. 879, Ar.Byz. ap. Ath.13.586f; [dialect] Dor. μέμηνα dub. in Alcm. 68; also in pass. form μεμάνημαι [ᾰ] Theoc.10.31: [tense] aor. [voice] Pass. ἐμάνην, part. μᾰνείς, inf. μᾰνῆναι, Hdt.3.30, E.Ba. 1295: also [tense] aor. [voice] Med.ἐμηνάμην CPHerm.7.18
(iii A. D.); poet. [ per.] 2sg. ἐμήναο prob. in Bion 1.61, [ per.] 3sg.μήνατο Theoc.20.34
; part.μηνάμενος AP9.35
(Antiphil.):—on the act. forms, v. infr. 11.—Hom. uses only [tense] pres. and [tense] impf.:—rage, be furious, in Il. freq. of martial rage, , cf. 6.101, Od.9.350, etc.;χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται Il.16.245
; μαίνεται ἐγχείη ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι ib.75; ; rage with anger, πατὴρ.. φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι ib. 360; ἐνὶ φρεσὶ μ. ἦτορ ib. 413;φρεσὶ μαινομένῃσιν 24.114
;μαινομένᾳ κραδίᾳ A.Th. 781
, E.Med. 432 (both lyr.);μανείσᾳ πραπίδι Id.Ba. 999
(lyr.); ὁ μανείς the madman, S.Aj. 726;μ. καὶ παραπαίω Pl.Smp. 173e
, etc.;αἱ τῶν μεμηνότων αἰσθήσεις Aristocl.
ap. Eus.PE14.20; to be mad with wine, Od. 18.406, 21.298;μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Luc.DDeor.18.2
; of Bacchic frenzy,μαινόμενος Διώνυσος Il.6.132
; [Θυιάδες] μαινόμεναι S.Ant. 1152
(lyr.);Διονύσῳ μαίνεσθαι Paus.2.7.5
;ἐπὶ τῷ Δ. Alex.223
; ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ. to be inspired by.., driven mad by.., Hdt.4.79, cf. μάντις; τὸ μαίνεσθαι madness, S.OC 1537; πλεῖν ἢ μαίνομαι I am beside myself with joy, Ar.Ra. 103, 751; of madness in animals, Plu.2.641c, al.; later simply, = ὀργίζομαι, μαινόμενος ὅτι.. PCair.Zen.41.11 (iii B. C.): freq. with words of manner,ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ' ἀνεκτῶς Il.8.355
;τάδε μαίνεται 5.185
: c. acc. cogn., l. c.;μ. μανίας Ar.Th. 793
;μ. μανίαν ἐρρωμένην Luc.Ind.22
: c. dat.,μ. γόοισι φρήν A.Th. 967
(lyr.);τόλμῃ X.Cyr.1.4.24
; πόνοις at or because of.., A.Supp. 562 (lyr.);τοῖς εὑρήμασιν E.Cyc. 465
; ἐπί τινι (sc. φιλοτιμίᾳ) Id.Ph. 535 (but ἐπί τινι, of love, Theoc.10.31);ἀμφί τινι Semon.7.33
;εἰς τὴν ποιητικήν D.S.14.109
;κατά τινος Luc.Abd. 1
;ὑφ' ἡδονῆς S.El. 1153
.2 of things, rage, riot, esp. of fire,ὡς ὅτ'.. ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται Il.15.606
, cf. Tryph.230; μαινόμενος οἶνος a hot, strong wine, Pl.Lg. 773d; of feelings, ἐλπὶς μαινομένη Orac. ap. Hdt.8.77; (lyr.); (lyr.);μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ Id.Ant. 135
(lyr.);σὺν μ. δόξᾳ E.Ba. 887
(lyr.).3 ἄμπελος μαινομένη, of a vine that is never done bearing fruit, Arist. Mir. 846a38, Thphr.CP1.18.4.4 μαινόμενα ἕλκη malignant ulcers, Asclep. ap. Aët.15.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαίνομαι
-
40 ὀργαίνω
A = ὀργίζω, make angry, enrage, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀργαίνω
См. также в других словарях:
οργίζομαι — οργίζομαι, οργίστηκα, οργισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὀργίζομαι — ὀργίζω make angry pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριάζω — οργίζομαι, αγριεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀγριάω, ῶ < ἄγριος. ΠΑΡ. αγρίασμα, αγριασμός] … Dictionary of Greek
κρυφοθυμώνω — οργίζομαι χωρίς να εξωτερικεύω τον θυμό μου, θυμώνω μέσα μου … Dictionary of Greek
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
διοργίζομαι — (Α) [οργίζομαι] οργίζομαι υπερβολικά … Dictionary of Greek
επαλαστώ — ἐπαλαστῶ, έω (Α) αγανακτώ, οργίζομαι («τὸν δ ἐπαλαστήσαντα προηύδα Παλλάς Αθήνη», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλαστέω, ώ «αγανακτώ, οργίζομαι»] … Dictionary of Greek
επιμηνίω — ἐπιμηνίω (Α) οργίζομαι εναντίον κάποιου («ἀεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηνίω «οργίζομαι» (< μήνις, «οργή»)] … Dictionary of Greek
επισκύζομαι — ἐπισκύζομαι (AM) οργίζομαι, αγανακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκύζομαι «οργίζομαι»] … Dictionary of Greek