-
1 υπηνεμιος
дор. ὑπᾱνέμιος 21) легкий как ветер или уносимый ветром(οἱ κάνθαροι Theocr.)
2) рожденный без оплодотворения(κύημα Arst.; Ἥφαιστος Luc.)
3) неплодный(ᾠόν Arph., Arst.)
4) ветреный, легкомысленный, тщеславный(ἄνθρωποι Plut.)
5) легковесный, пустой(ὄνειροι, λόγος Plut.; πλοῦτος Luc.)
См. также в других словарях:
μετηνέμιος — μετηνέμιος, ον (ΑΜ) γρήγορος σαν τον άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ηνέμιος (< ἄνεμος), πρβλ. υπ ηνέμιος. Το η τού τύπου είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek