-
1 εκδύομαι
-
2 ἐκδύομαι
-
3 εκδύομαι
doffΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εκδύομαι
-
4 'κδύομαι
ἐκδύομαι, ἐκδύωtake off: pres ind mp 1st sg -
5 doff
εκδύομαι -
6 ἐκδύω
I causal in [tense] pres. ἐκδύω: [tense] impf. ἐξέδυον· [tense] fut. ἐκδύσω : [tense] aor. 1 ἐξέδῡσα : late [tense] pf.ἐκδέδῠκα AP5.72
(Rufin.):— take off, strip off, c. dupl. acc. pers. et rei, ἐκ μέν με χλαῖναν ἔδυσαν they stripped me of my cloak, Od.14.341 ;ἐκδύων ἐμὲ..ἐσθῆτα A.Ag. 1269
;ἐκδύσας αὐτὸν [τὸν χιτῶνα] X.Cyr.1.3.17
: c. acc. only, strip,πάντας ἐ. D.24.204
;ἐξέδυσαν [ἐκεῖνον] Id.54.8
.2 [voice] Pass., ἐκδύομαι, [tense] aor. 1 ἐξεδύθην [pron. full] [ῠ]: [tense] pf. ἐκδέδῠμαι:— to be stripped of a thing,τὸν χιτωνίσκον ἐκδεδύσθαι Lys.10.10
;[Μαρσύας] τὸ δέπμα ἐκδύεται Palaeph.47
: abs., to be stripped, , cf. Plb.15.27.9.3 [voice] Med., ἐκδύομαι, Cret. , [tense] fut. - δύσομαι: [tense] aor. 1 ἐξεδυσάμην:— strip oneself of a thing, put off, τεύχεά τ' ἐξεδύοντο they were putting off their armour, Il.3.114 ; ἐκδύσασθαι (leg.- δύσεσθαι)τὸν κιθῶνα Hdt.5.106
;ἐκδεδύσθαι θοἰμάτιον D.54.35
;θηρία ἐκδύεται τὸ ἄγριον Plu.Pomp.28
: abs., put off one's clothes, strip,θᾶττον ἐκδυώμεθα Ar.Lys. 686
, cf. X.HG2.4.19 ; technically, of ephebi, SIG527.99 (Dreros, iii B.C.), GDI5100: metaph. of death, 2 Ep.Cor. 5.4.II [voice] Act. in med. sense, put off,μαλακὸν δ' ἔκδυνε χιτῶνα Od. 1.437
;ἐκδὺς χλαῖναν 14.460
; : metaph.,τὸ γῆρας ἐκδύς Ar. Pax 336
, cf. Arist.HA 600b15 ; τὸ κέλυφος ib. 549b25 :—[voice] Pass., of the clothes, to be put off,ἅμα κιθῶνι ἐκδυομένῳ Hdt.1.8
.III [tense] aor. 2 ἐξέδυν: [tense] pf. ἐκδέδῡκα:—go or get out of, c. gen.,ἐκδὺς μεγάροιο Od.22.334
; emerging from..,Pl.
Phd. 109d : metaph.,ἐξέδυ δίκης E.Supp. 416
;ἐκδῦναι κακῶν Id.IT 602
.2 [tense] pf. and [tense] aor. 2 c. acc., escape, shun, νῶϊν δ' ἐκδῦμεν ὄλεθρον [grant] us to escape.., Il.16.99 ;ἐκδεδυκέναι τὰς λῃτουργίας D.20.1
;τὸν φθόνον ἐκδύς Plu.Pomp.30
;τὴν ἀληθινὴν οὐσίαν ἐκδεδυκέναι ταῦτα Plot.6.6.8
.3 abs., escape, Thgn.358 ; escapeone's memory, Pl.Alc.2.147e. -
7 μετεκδυομαι
досл. переодеваться, перен. совлекать с себя, т.е. менять(τέν ἑαυτοῦ φύσιν Plut.)
-
8 συνεκδυομαι
(aor. συνεξέδυν) одновременно совлекать с себя(τι ἅμα κιθῶνι ἐκδυομένῳ Her.)
-
9 υπεκδυομαι
(aor. 2 ὑπεξέδυν) тайно уходить, убегать, ускользать(τι Eur., Plat. и τινος Plut.)
ὑπεκδὺς καὴ ἀποδρὰς ἐκ τῆς πόλεως Plut. — тайно бежав из города -
10 раздеваться
раздевать||сяγδύνομαι, ξεντύνομαι, ἐκδύομαι:\раздеватьсяся догола (ξε)γυμνώνομαι ἐντελώς, μένω τσίτσιδος. -
11 εκδύω
(αόρ. εξέδυσα) μετ. раздевать;εκδύομαι — раздеваться
См. также в других словарях:
ἐκδύομαι — ἐκδύω take off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'κδύομαι — ἐκδύομαι , ἐκδύω take off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
совлекаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. ἐκδύομαι) снимаю с себя. … … Словарь церковнославянского языка
совлекаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. ἐκδύομαι), разоблачаюсь, раздеваюсь. … … Словарь церковнославянского языка
εναποδύομαι — ἐναποδύομαι (AM) 1. αποδύομαι, εκδύομαι, γδύνομαι σε κάποιον τόπο («ταῑς παλαίστραις ἐναποδύεσθαι», Ιμέρ.) 2. μτφ. ετοιμάζομαι για αγώνα, για δύσκολο έργο («ἐναπεδύσω ἀνδρικῶς πρὸς τοὺς ἀγῶνας», Μηναία) … Dictionary of Greek
υπεκδύομαι — και μτγ ενεργ. τ. ὑπεκδύνω Α υπεκφεύγω, αποφεύγω επιτήδεια («πόνους... Τρωικοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκδύομαι «γδύνομαι, διαφεύγω»] … Dictionary of Greek