-
1 ίσχομαι
-
2 ἴσχομαι
-
3 συμπροσίσχομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπροσίσχομαι
-
4 ἀντιπροΐσχομαι
A hold out before one, present, as weapons,ἡ λύπη ἀ. τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.Or.32.357b
:—Hsch. has the [voice] Act. ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπροΐσχομαι
-
5 ὑπίσχομαι
ὑπ-ίσχομαι ( ἔχω), ipf. ὑπίσχεο, aor. 2 ὑπέσχεο, -ετο, subj. ὑπόσχωμαι, imp. ὑπόσχεο, inf. - σχέσθαι, part. - σχόμενος: take upon oneself, undertake, promise, τινί τι, and w. inf., regularly the fut. (exc., pres. inf. explanatory of subst., Il. 10.40); also ‘betroth,’ ‘vow,’ Il. 13.376, Od. 4.6, Il. 6.93, Il. 23.209.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπίσχομαι
См. также в других словарях:
ἴσχομαι — ἴσχω keep back pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
επίσχομαι — ἐπίσχομαι (Μ) αντί υπόσχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίσχομαι παράλληλος τ. τού έχομαι] … Dictionary of Greek
υπισχνούμαι — έομαι, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπίσχομαι Α υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση, αναλαμβάνω να πράξω κάτι αρχ. 1. συγκατατίθεμαι 2. βεβαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. τού ρ. είναι ο τ. ὑπίσχομαι, σύνθ. από την πρόθεση ὑπό και το ρ. ἴσχω, ἴσχομαι, παρλλ. τ. τού… … Dictionary of Greek
υποΐσχομαι — Α (ποιητ. τ.) δέχομαι κάτι στα χέρια μου κρατώντας ένα αντικείμενο αποκάτω («χερσὶν μέλαν ἀμφοτέρησιν αἷμα κατ ὠτειλὴν ὑποΐσχεται» κρατώντας τα χέρια του κοιλωμένα κάτω από το τραύμα δεχόταν το αίμα που εξέρρεε από αυτό, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek