Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὑπ-άγροικος

  • 1 boorish

    αγροίκος

    English-Greek new dictionary > boorish

  • 2 churl

    αγροίκος

    English-Greek new dictionary > churl

  • 3 churlish

    αγροίκος

    English-Greek new dictionary > churlish

  • 4 грубый

    επ., βρ: груб, -а, -о.
    1. τραχύς, άγριος, αδρός, χοντροειδής, χοντροφτιαγμένσς•

    -ая мебель χοντροειδές έπιπλο•

    -ая работа χοντροδουλειά•

    -ые черты лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    -ая кожа τραχύ δέρμα, τραχεία επιδερμίδα.

    2. τραχύς, άγαρμπος•

    грубый голос άγαρμπη φωνή.

    3. ανάγωγος, αγενής, αγροίκος•

    грубый человек αγροίκος άνθρωπος•

    -ое обращение ανάγωγη συμπεριφορά.

    4. μεγάλος, χοντρός•

    -ая ошибка χοντρό λάθος•

    -ое нарушение дисциплины μεγάλη παραβίαση της πειθαρχίας•

    -ая ложь χοντρό ψέμα.

    Большой русско-греческий словарь > грубый

  • 5 Country

    subs.
    Land: P. and V. χώρα, ἡ, γῆ, ἡ, Ar. and V. χθών, ἡ, πέδον, τό, γαῖα, ἡ, V. αἷα, ἡ, οἶμος. ὁ.
    As opposed to town: P. and V. ἀγρός, ὁ, or pl., χώρα, ἡ.
    From the country, adv.: V. ἀγρόθεν.
    Up country: see Inland.
    Native land, subs.: P. and V. πατρς, ἡ, Ar. and V. πάτρα, ἡ.
    Of what country? P. and V. ποδαπός; indirect, P. ὁποδαπός.
    Be in the country ( in one's native land), v.: Ar. and P. ἐπιδημεῖν.
    Be out of the country: Ar. and P. ποδημεῖν, P. and V. ἐκδημεῖν, ποξενοῦσθαι (Plat.).
    State, subs.: P. and V. πόλις, ἡ.
    ——————
    adj.
    Rural: Ar. and P. ἄγροικος, V. ἀγρώστης (Soph., frag.), ἄγραυλος.
    Provincial: P. and V. ρουραῖος (Æsch., frag.).
    Country life, subs.: Ar. βίος ἄγροικος, ὁ.
    Of one's native land, adj.: P. and V. πάτριος, πατρῷος; see Native.
    Of the state: P. πολιτικός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Country

  • 6 Rustic

    adj.
    Ar. and P. ἄγροικος, V. ἄγραυλος, ἀγρώστης (Soph., frag.). See Rural.
    ——————
    subs.
    Ar. and P. ἄγροικος, ὁ, γεωργός, ὁ, P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργτης, ὁ, V. ἀγρώστης, ο, χωρτης, ὁ (Soph., frag.), γῄτης, ὁ, γαπόνος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rustic

  • 7 вульгарный

    вульгарн||ый
    прил
    1. (пошлый) πρόστυχος, φτηνός·
    2. (грубый) χυδαίος, χοντρός, ἀγροίκος·
    3. (упрощенный) ἀγοραίος, ἀπλοποιημένος· ◊ \вульгарныйая латынь ἡ χυδαία λατινική.

    Русско-новогреческий словарь > вульгарный

  • 8 грубый

    груб||ый
    прил
    1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:
    \грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·
    2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:
    \грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·
    3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:
    · \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'
    4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:
    \грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος.

    Русско-новогреческий словарь > грубый

  • 9 грубеть

    грубеть
    несов γίνομαι τραχύς, σκληραίνομαι/ γίνομαι ἀγροϊκος (о человеке).

    Русско-новогреческий словарь > грубеть

  • 10 грубиян

    груб||иян
    м разг ὁ ἀγροϊκος, ὁ ἀγενής, ὁ βάναυσος.

    Русско-новогреческий словарь > грубиян

  • 11 грубоватый

    грубоватый
    прил ἀγροίκος, σκαιός, μέ χοντρούς τρόπους / χοντροειδής (о шутке).

    Русско-новогреческий словарь > грубоватый

  • 12 заскорузлый

    заскору́зл||ый
    прил ροζιασμένος, χοντρός, τραχύς / перен ἀγροϊκος, ἀπελέκητος:
    \заскорузлыйые ру́ки ροζιασμένα χέρια.

    Русско-новогреческий словарь > заскорузлый

  • 13 невежа

    невежа м, ж 1 (грубиян) ἀγροϊκος, ἀνάγωγος, βάναυσος·
    2. (невежда) разг \^т. см.. невежда.

    Русско-новогреческий словарь > невежа

  • 14 тюлень

    тюлень
    м
    1. ἡ φώκια, ἡ φώκη·
    2. (неуклюжий человек) разг ὁ ἀγροίκος, ὁ ἀδέξιος.

    Русско-новогреческий словарь > тюлень

  • 15 boor

    [buə]
    (a coarse, ill-mannered person.) αγροίκος, χωριάτης

    English-Greek dictionary > boor

  • 16 loutish

    adjective αγροίκος

    English-Greek dictionary > loutish

  • 17 бурбон

    α.
    παλ. σακαράκας• αγροίκος, άξεστος.

    Большой русско-греческий словарь > бурбон

  • 18 грубиян

    α. -ка, -и θ. αγροΐκος, ανάγωγος, αγενής, απολίτιστος, -η.

    Большой русско-греческий словарь > грубиян

  • 19 дикий

    επ., βρ: дик, дика, -дико.
    1. άγριος•

    -ая коза αγριόγιδα•

    -ая утка αγριόπαπια•

    виноград αγριόκλημα•

    -ая яблоня αγριομηλιά.

    || άγγιχτος, άθικτος, παρθένος• ακατοίκητος. || ερημικός, κακοτράχαλος•

    -ие скалы άγρια βράχια.

    2. απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος. || ως ουσ. βλ. дикарь.
    3. ακράτητος, βίαιος, ορμητικός, ατίθασος•

    дикий нрав άγριο ήθος.

    4. φριχτός, φρικώδης, φοβερός•

    -ая боль φριχτός πόνος.

    5. παράδοξος, παράλογος, άφρονας•

    дикий восторг εξωφρενικός ενθουσιασμός•

    -ая мысль άφρονη σκέψη.

    6. ακοινώνητος, απομονωμένος, κλεισμένος στο καβούκι του.
    7. παλ. γκρίζος, σταχτής, φαιός•

    дикий камень γκρίζια πέτρα.

    εκφρ.
    - ое мясоπαλ. ιατρ. παρασάρκωμα.

    Большой русско-греческий словарь > дикий

  • 20 лапотник

    α.
    -ца, -ы θ.
    τσαρουχάς, τσαρουχοποιός, τσαρουχοπωλητής. || αυτός που φορά τσαρούχια. || μτφ. αγροίκος, άξεστος, απολίτιστος, καθυστερημένος.

    Большой русско-греческий словарь > лапотник

См. также в других словарях:

  • ἀγροῖκος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγροικος — dwelling in the fields masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) …   Dictionary of Greek

  • αγροίκος — α, ο άξεστος, με κακούς τρόπους: Έχει τρόπους πολύ αγροίκους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγροικότερον — ἄγροικος dwelling in the fields adverbial comp ἄγροικος dwelling in the fields masc acc comp sg ἄγροικος dwelling in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἀγροῖκος adverbial comp ἀγροῖκος masc acc comp sg ἀγροῖκος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροικοτάτων — ἄγροικος dwelling in the fields fem gen superl pl ἄγροικος dwelling in the fields masc/neut gen superl pl ἀγροῖκος fem gen superl pl ἀγροῖκος masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροικοτέρων — ἄγροικος dwelling in the fields fem gen comp pl ἄγροικος dwelling in the fields masc/neut gen comp pl ἀγροῖκος fem gen comp pl ἀγροῖκος masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροικότατον — ἄγροικος dwelling in the fields masc acc superl sg ἄγροικος dwelling in the fields neut nom/voc/acc superl sg ἀγροῖκος masc acc superl sg ἀγροῖκος neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροίκως — ἄγροικος dwelling in the fields adverbial ἄγροικος dwelling in the fields masc/fem acc pl (doric) ἀγροῖκος adverbial ἀγροῖκος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄγροικος — ἄγροικος , ἄγροικος dwelling in the fields masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροικοτάτοις — ἄγροικος dwelling in the fields masc/neut dat superl pl ἀγροῖκος masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»