-
1 boorish
αγροίκος -
2 churl
αγροίκος -
3 churlish
αγροίκος -
4 грубый
επ., βρ: груб, -а, -о.1. τραχύς, άγριος, αδρός, χοντροειδής, χοντροφτιαγμένσς•-ая мебель χοντροειδές έπιπλο•
-ая работа χοντροδουλειά•
-ые черты лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
-ая кожа τραχύ δέρμα, τραχεία επιδερμίδα.
2. τραχύς, άγαρμπος•грубый голос άγαρμπη φωνή.
3. ανάγωγος, αγενής, αγροίκος•грубый человек αγροίκος άνθρωπος•
-ое обращение ανάγωγη συμπεριφορά.
4. μεγάλος, χοντρός•-ая ошибка χοντρό λάθος•
-ое нарушение дисциплины μεγάλη παραβίαση της πειθαρχίας•
-ая ложь χοντρό ψέμα.
-
5 Country
subs.As opposed to town: P. and V. ἀγρός, ὁ, or pl., χώρα, ἡ.From the country, adv.: V. ἀγρόθεν.Up country: see Inland.——————adj.Rural: Ar. and P. ἄγροικος, V. ἀγρώστης (Soph., frag.), ἄγραυλος.Provincial: P. and V. ἀρουραῖος (Æsch., frag.).Country life, subs.: Ar. βίος ἄγροικος, ὁ.Of the state: P. πολιτικός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Country
-
6 Rustic
adj.——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rustic
-
7 вульгарный
вульгарн||ыйприл1. (пошлый) πρόστυχος, φτηνός·2. (грубый) χυδαίος, χοντρός, ἀγροίκος·3. (упрощенный) ἀγοραίος, ἀπλοποιημένος· ◊ \вульгарныйая латынь ἡ χυδαία λατινική. -
8 грубый
груб||ыйприл1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:\грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:\грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:· \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:\грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος. -
9 грубеть
грубетьнесов γίνομαι τραχύς, σκληραίνομαι/ γίνομαι ἀγροϊκος (о человеке). -
10 грубиян
груб||иянм разг ὁ ἀγροϊκος, ὁ ἀγενής, ὁ βάναυσος. -
11 грубоватый
грубоватыйприл ἀγροίκος, σκαιός, μέ χοντρούς τρόπους / χοντροειδής (о шутке). -
12 заскорузлый
заскору́зл||ыйприл ροζιασμένος, χοντρός, τραχύς / перен ἀγροϊκος, ἀπελέκητος:\заскорузлыйые ру́ки ροζιασμένα χέρια. -
13 невежа
невежа м, ж 1 (грубиян) ἀγροϊκος, ἀνάγωγος, βάναυσος·2. (невежда) разг \^т. см.. невежда. -
14 тюлень
тюленьм1. ἡ φώκια, ἡ φώκη·2. (неуклюжий человек) разг ὁ ἀγροίκος, ὁ ἀδέξιος. -
15 boor
-
16 loutish
adjective αγροίκος -
17 бурбон
-а α.παλ. σακαράκας• αγροίκος, άξεστος. -
18 грубиян
-а α. -ка, -и θ. αγροΐκος, ανάγωγος, αγενής, απολίτιστος, -η. -
19 дикий
επ., βρ: дик, дика, -дико.1. άγριος•-ая коза αγριόγιδα•
-ая утка αγριόπαπια•
виноград αγριόκλημα•
-ая яблоня αγριομηλιά.
|| άγγιχτος, άθικτος, παρθένος• ακατοίκητος. || ερημικός, κακοτράχαλος•-ие скалы άγρια βράχια.
2. απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος. || ως ουσ. βλ. дикарь.3. ακράτητος, βίαιος, ορμητικός, ατίθασος•дикий нрав άγριο ήθος.
4. φριχτός, φρικώδης, φοβερός•-ая боль φριχτός πόνος.
5. παράδοξος, παράλογος, άφρονας•дикий восторг εξωφρενικός ενθουσιασμός•
-ая мысль άφρονη σκέψη.
6. ακοινώνητος, απομονωμένος, κλεισμένος στο καβούκι του.7. παλ. γκρίζος, σταχτής, φαιός•дикий камень γκρίζια πέτρα.
εκφρ.- ое мясо – παλ. ιατρ. παρασάρκωμα. -
20 лапотник
-а α.-ца, -ы θ.τσαρουχάς, τσαρουχοποιός, τσαρουχοπωλητής. || αυτός που φορά τσαρούχια. || μτφ. αγροίκος, άξεστος, απολίτιστος, καθυστερημένος.
См. также в других словарях:
ἀγροῖκος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγροικος — dwelling in the fields masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) … Dictionary of Greek
αγροίκος — α, ο άξεστος, με κακούς τρόπους: Έχει τρόπους πολύ αγροίκους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγροικότερον — ἄγροικος dwelling in the fields adverbial comp ἄγροικος dwelling in the fields masc acc comp sg ἄγροικος dwelling in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἀγροῖκος adverbial comp ἀγροῖκος masc acc comp sg ἀγροῖκος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικοτάτων — ἄγροικος dwelling in the fields fem gen superl pl ἄγροικος dwelling in the fields masc/neut gen superl pl ἀγροῖκος fem gen superl pl ἀγροῖκος masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικοτέρων — ἄγροικος dwelling in the fields fem gen comp pl ἄγροικος dwelling in the fields masc/neut gen comp pl ἀγροῖκος fem gen comp pl ἀγροῖκος masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικότατον — ἄγροικος dwelling in the fields masc acc superl sg ἄγροικος dwelling in the fields neut nom/voc/acc superl sg ἀγροῖκος masc acc superl sg ἀγροῖκος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροίκως — ἄγροικος dwelling in the fields adverbial ἄγροικος dwelling in the fields masc/fem acc pl (doric) ἀγροῖκος adverbial ἀγροῖκος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄγροικος — ἄγροικος , ἄγροικος dwelling in the fields masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικοτάτοις — ἄγροικος dwelling in the fields masc/neut dat superl pl ἀγροῖκος masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)