-
1 υπάξας
-
2 ὑπάξας
-
3 ὑπ-ᾴσσω
ὑπ-ᾴσσω, att. = ὑπαΐσσω, Soph. ὑπᾴξας διὰ ϑυρῶν, Ai. 294.
-
4 ὑπαΐσσω
III abs.,ὑπᾴξας διὰ θυρῶν S.Aj. 301
(v.l. ἀπ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπαΐσσω
-
5 ὑπᾶσσω
ὑπ - ᾶσσω, fut. ὑπᾶῖξει, aor. part. ὑπᾶξᾶς: dart or spring up under or out from under, Il. 21.126, Il. 2.310.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπᾶσσω
См. также в других словарях:
ὑπάξας — ὑπάξᾱς , ὑπάγω lead aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαΐσσω — και αττ. τ. ὑπᾴσσω Α 1. κινούμαι ταχέως κάτω από κάτι («θρώσκων τις κατὰ κῡμα μέλαιναν φρῑχ ὑπαΐξει ἰχθύς», Ομ. Ιλ.) 2. εξέρχομαι από κάτω («βωμοῡ ὑπαΐξας», Ομ. Ιλ.) 3. ορμώ έξω («ὑπᾴξας διὰ θυρῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀΐσσω «κινούμαι… … Dictionary of Greek