-
1 υπόχαλκος
-
2 ὑπόχαλκος
-
3 υποχαλκος
-
4 ὑπόχαλκος
ὑπόχαλκ-ος, ον,A containing a mixture of copper, Pl.R. 415b; bronze gilt,IG
22.1407.21; ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον Com.Adesp. (?) ap.Suid. s.v. ὑπόχαλκον: metaph., Plu.2.1b, 65a: cf. ὑπάργυρος, etc.2 sounding like copper,ὑ. ἠχὼ φέρειν Philostr.VA3.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόχαλκος
-
5 ὑπόχαλκος
ὑπό-χαλκος, unten von Kupfer; bes. von Münzen, die von Kupfer u. versilbert oder vergoldet sind, dah. übh. unecht, verfälscht -
6 υπόχαλκον
ὑπόχαλκοςcontaining a mixture of copper: masc /fem acc sgὑπόχαλκοςcontaining a mixture of copper: neut nom /voc /acc sg -
7 ὑπόχαλκον
ὑπόχαλκοςcontaining a mixture of copper: masc /fem acc sgὑπόχαλκοςcontaining a mixture of copper: neut nom /voc /acc sg -
8 υποχάλκοις
-
9 ὑποχάλκοις
-
10 υποχάλκους
-
11 ὑποχάλκους
-
12 υπόχαλκα
-
13 ὑπόχαλκα
-
14 υπόχαλκοι
-
15 ὑπόχαλκοι
См. также в других словарях:
ὑπόχαλκος — containing a mixture of copper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόχαλκος — ον, ΜΑ αυτός που ηχεί όπως ο χαλκός αρχ. 1. αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό 2. (για νόμισμα) κίβδηλος, ψεύτικος 3. αυτός που έχει το χρώμα τού χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαλκός (πρβλ. ἐπί χαλκος)] … Dictionary of Greek
ὑπόχαλκον — ὑπόχαλκος containing a mixture of copper masc/fem acc sg ὑπόχαλκος containing a mixture of copper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχάλκοις — ὑπόχαλκος containing a mixture of copper masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχάλκους — ὑπόχαλκος containing a mixture of copper masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχαλκα — ὑπόχαλκος containing a mixture of copper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχαλκοι — ὑπόχαλκος containing a mixture of copper masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελεώ — κατελεῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ελεώ) αισθάνομαι μεγάλο οίκτο για κάποιον, συμπαθώ, συμπάσχω με κάποιον, λυπάμαι κάποιον πολύ («ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὐπόχαλκος ἢ ὐποσίδηρος γένηται μηδενὶ τρόπῳ κατελεήσουσιν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
παραχαράξιμος — ον, ΜΑ [παραχάραξις] 1. παραχαραγμένος, κίβδηλος, παραποιημένος («ὑπόχαλκος παραχαράξιμον νόμισμα», λεξ. Σούδα) 2. συνεκδ. ψεύτικος, νόθος, φαύλος, κακός … Dictionary of Greek
υποσίδηρος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει σίδηρο, αναμεμιγμένος με σίδηρο («ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὑπόχαλκος ἢ ὑποσίδηρος γένηται», Πλάτ.) 2. πιθ. καλυμμένος με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σίδηρος (πρβλ. περι σίδηρος)] … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek