Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὑπόταξις

См. также в других словарях:

  • ὑπόταξις — subjection fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτάξει — ὑπόταξις subjection fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποτάξεϊ , ὑπόταξις subjection fem dat sg (epic) ὑπόταξις subjection fem dat sg (attic ionic) ὑποτάσσω place aor subj act 3rd sg (epic) ὑποτάσσω place fut ind mid 2nd sg ὑποτάσσω place fut ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτάξεις — ὑπόταξις subjection fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόταξις subjection fem nom/acc pl (attic) ὑποτάσσω place aor subj act 2nd sg (epic) ὑποτάσσω place fut ind act 2nd sg ὑ̱ποτάξεις , ὑποτάσσω place futperf ind act 2nd sg ὑποτάσσω place aor subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτάξηι — ὑπόταξις subjection fem dat sg (epic) ὑποτάξῃ , ὑποτάσσω place aor subj mid 2nd sg ὑποτάξῃ , ὑποτάσσω place aor subj act 3rd sg ὑποτάξῃ , ὑποτάσσω place fut ind mid 2nd sg ὑ̱ποτάξῃ , ὑποτάσσω place futperf ind mp 2nd sg ὑ̱ποτάξῃ , ὑποτάσσω place… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτάξιος — ὑπόταξις subjection fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόταξιν — ὑπόταξις subjection fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Сочетание предложений — (грамм.) обнимает два синтаксических явления: сочинение предложений и подчинение предложений. Первое обозначается также греческим словом παράταξις (лат. parataxis, нем. Parataxe), второе ύπόταξις (лат. hypotaxis, нем. Hypotaxe). Эти термины… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Hypotaxe — L’hypotaxe (substantif féminin), du grec ancien ὐπόταξις : hypotáxis (« subordination »), dérivé de ὐπο τάσσω : hypo tássō (« ranger sous »), est une figure de style qui consiste en une abondance inhabituelle des… …   Wikipédia en Français

  • πρόταξη — η / πρόταξις, άξεως, ΝΑ [προτάσσω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προτάσσω, η τοποθέτηση μπροστά («ζήτησαν πρόταξη τής δίκης») 2. η παράταξη τών στρατιωτών στην πρώτη γραμμή τής μάχης νεοελλ. γραμμ. 1. το να βρίσκεται ένα φωνήεν μπροστά από… …   Dictionary of Greek

  • υποταξία — ἡ, Μ η υποταγή, η υπακοή τών μοναχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόταξις, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • υπόταξη — η / ὑπόταξις, άξεως, ΝΜΑ [ὑποτάσσω] 1. υποταγή, υποδούλωση, καθυπόταξη («μὴ ἄχθεσθαι τῇ ὑποτάξει», Διον. Αλ.) 2. γραμμ. η διαδικασία και ο μηχανισμός τού υποτακτικού λόγου, η σύνταξη τού λόγου με δευτερεύουσες, εξαρτημένες προτάσεις νεοελλ. βιολ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»