Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπόσχωμαι

См. также в других словарях:

  • ὑπόσχωμαι — ὑπέχω hold under aor subj mp 1st sg ὑπισχνέομαι take upon oneself aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόσχομαι — Ν (διαλ. τ.) υπόσχομαι. ὑπόσχομαι ΝΜ βεβαίνω ότι θα κάνω κάτι, αναλαμβάνω την υποχρέωση να κάνω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω (α. «υποσχέθηκε να μέ βοηθήσει» β. «ύπίσχετο ἀνδρὶ ἑκάστω», Ηρόδ. γ. «ὅσσα τοι... ὑπέσχετο δῶρα», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. παρέχω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»