-
1 υπόπτου
-
2 ὑπόπτου
-
3 παρελθόν
(-όντος) τό прошлое;μακρυνό παρελθόν — далёкое прошлое;
κατά το παρελθόν — или στο παρελθόν — в прошлом;
6*ς ξεχάσουμε ( — или λησμονήσουμε) το παρελθόν — давайте забудем прошлое;
είμαι υπόπτου παρελθόντος — иметь подозрительное, тёмное прошлое;
έχει παρελθόν η γυναίκα αυτή — у этой женщины тёмное прошлое
-
4 πηγή
η1) источник, родник, ключ; исток (реки);ιαματική πηγή — лечебный источник;
πηγές πετρελαίου — нефтяные залежи;
2) перен. источник;πηγή φωτός — источник света;
πηγή γνώσεων — источник знаний;
οι πρώτες πηγές — первоисточники;
είδηση υπόπτου πηγής — сообщение из ненадёжного источника;
πηγές καλά πληροφορημένες — хорошо информированные источники;
3) перен. источник, начало; причина;πλ. истоки, начала;η οκνηρία είναι πηγή κακών — лень — источник всех зол
См. также в других словарях:
ὑπόπτου — ὕποπτος viewed with suspicion masc/fem/neut gen sg ὑπόπτης suspicious masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
σήμανση — η / σήμανσις, άνσεως, ΝΑ [σημαίνω] η τοποθέτηση, η επίθεση διακριτικού σημείου νεοελλ. 1. η σηματοδότηση 2. η λήψη και καταγραφή από την αστυνομία τών ανθρωπομετρικών στοιχείων και ιδίως τών δακτυλικών αποτυπωμάτων ατόμου και, κυρίως, υπόπτου 3.… … Dictionary of Greek
Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του … Dictionary of Greek
πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… … Dictionary of Greek
Ρενό, Πολ — (Reynaud, Μπαρσελονέτ, Κάτω Άλπεις 1878 – Νεϊγί, Παρίσι 1966). Γάλλος πολιτικός. Στη βουλή (όπου μπήκε για πρώτη φορά το 1919) υποστήριξε, χωρίς επιτυχία, τις γνώμες του Ντε Γκολ για τη δημιουργία θωρακισμένων μηχανοκίνητων μονάδων και, τον… … Dictionary of Greek