-
1 υπόλισπος
-
2 ὑπόλισπος
-
3 υπολισπος
-
4 ὑπόλισπος
A flat underneath, ;τὰ ὑπὸ τῷ ἰσχίῳ μήτε ὑπόλισφα ἔστω μήτ' αὖ περιττά Philostr. Gym.35
; of persons, flat-hipped, Poll.2.184, Phryn.PS p.117B.; [ παρθένοι] Ruf. ap. Orib.inc.2.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόλισπος
-
5 ὑπόλισπος
ὑπό-λισπος, etwas glatt, schlüpfrig -
6 υπόλισφον
ὑπόλισποςflat underneath: masc /fem acc sg (attic)ὑπόλισποςflat underneath: neut nom /voc /acc sg (attic) -
7 ὑπόλισφον
ὑπόλισποςflat underneath: masc /fem acc sg (attic)ὑπόλισποςflat underneath: neut nom /voc /acc sg (attic) -
8 ὑπό-λισφος
ὑπό-λισφος, att. statt ὑπόλισπος.
-
9 υπολίσποις
-
10 ὑπολίσποις
-
11 υπολίσπων
-
12 ὑπολίσπων
-
13 υπόλισπα
-
14 ὑπόλισπα
-
15 υπόλισποι
-
16 ὑπόλισποι
См. также в других словарях:
ὑπόλισπος — flat underneath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόλισπος — και αττ. τ. ὑπόλισφος, ον, Α (ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῑς γ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λίσπος / λίσφος «λείος»] … Dictionary of Greek
ὑπόλισφον — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem acc sg (attic) ὑπόλισπος flat underneath neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολίσποις — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολίσπων — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόλισπα — ὑπόλισπος flat underneath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόλισποι — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)