Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπόλισπος

См. также в других словарях:

  • ὑπόλισπος — flat underneath masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόλισπος — και αττ. τ. ὑπόλισφος, ον, Α (ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῑς γ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λίσπος / λίσφος «λείος»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπόλισφον — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem acc sg (attic) ὑπόλισπος flat underneath neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολίσποις — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολίσπων — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόλισπα — ὑπόλισπος flat underneath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόλισποι — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»