-
1 ὑπόδειγμα
ὑπόδειγμα, ατος, τό (s. ὑποδείκνυμι; rejected by the Atticists in favor of παράδειγμα [Lob. on Phryn. p. 12]. It is found in X., Equ. 2, 2, b and Philo Mech. 69, 10, then fr. Polyb. on [exx. fr. lit. in FBleek, Hb II/1, 1836, 555]; Vett. Val.; IPriene 117, 57 [I B.C.]; OGI 383, 218; BGU 1141, 43 [I B.C.]; PFay 122, 16; LXX; EpArist 143; Philo, Joseph.)① an example of behavior used for purposes of moral instruction, example, model, pattern (schol. on Nicander, Ther. 382=example; Polyb. 3, 17, 8; Sir 44:16) in a good sense as someth. that does or should spur one on to imitate it 1 Cl 5:1ab (τὰ γενναῖα ὑποδείγματα); 6:1 (ὑπόδειγμα κάλλιστον.—Jos., Bell. 6, 103 καλὸν ὑπόδειγμα; Philo, Rer. Div. Her. 256); 46:1; 55:1; 63:1. ὑπόδειγμα ἔδωκα ὑμῖν (cp. 2 Macc 6:28) J 13:15. W. gen. of thing (Sir 44:16; 2 Macc 6:31) Js 5:10.—In ἵνα μὴ ἐν τῷ αὐτῷ τις ὑποδείγματι πέσῃ τῆς ἀπειθείας Hb 4:11, ὑπόδειγμα refers not to an example of disobedience (as BGU 747 II, 13f [139 A.D.] ὑπόδιγμα τῆς ἀπειθίας), but to an example of falling into destruction as a result of disobedience.—A warning example (Cornutus 27 p. 51, 16; Vi. Aesopi W c. 95 πρὸς ὑπόδειγμα=as a warning example; Jos., Bell. 2, 397) Sodom and Gomorrah are ὑπόδειγμα μελλόντων ἀσεβεῖν for the godless people of the future 2 Pt 2:6 (εἰς τὸ δεῖγμα P72). Of Judas μέγα … ἀσεβείας ὑπόδειγμα a striking example of impiety Papias (3:2).② an indication of someth. that appears at a subsequent time, outline, sketch, symbol ὑπόδειγμα καὶ σκιά Hb 8:5; 9:23 (Ezk 42:15; s. ELee, NTS 8, ’61/62, 167–69: ‘suggestion’; LHurst, JTS 34, ’83, 156–68).—PKatz, Biblica 33, ’52, 525.—DELG s.v. δείκνυμι. M-M. TW. Spicq. -
2 υπόδειγμα
-
3 ὑπόδειγμα
-
4 υποδειγμα
-
5 υπόδειγμα
τό1) образец; пример;είναι υπόδειγμα καλής συμπεριφοράς — служить образцом хорошего поведения;
είναι το υπόδειγμα — он образец, на него все равняются;
2) образчик, модель;κατά το υπόδειγμα — по образцу
-
6 ὑπόδειγμα
{сущ., 6}1. пример, образец;2. образ, изображение.Ссылки: Ин. 13:15; Евр. 4:11; 8:5; 9:23; Иак. 5:10; 2Пет. 2:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑπόδειγμα
-
7 υπόδειγμα
{сущ., 6}1. пример, образец;2. образ, изображение.Ссылки: Ин. 13:15; Евр. 4:11; 8:5; 9:23; Иак. 5:10; 2Пет. 2:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υπόδειγμα
-
8 ὑπόδειγμα
2 illustration, picture showing how something is to be done, Apollon.Cit.2,3.II pattern, Plb.3.17.8; , cf. 2 Ma.6.28;ὑ. καὶ σκιά Ep.Hebr.8.5
, cf. 9.23;τὸ ὑ. τοῦ οἴκου LXX Ez.42.15
: in Inscrr., ,2774,2775d (add.), al. ([place name] Aphrodisias);καλὸν ὑ. τῆς ἰδίας προαιρέσεως καταβαλλόμενος BMus.Inscr.925b22
(Branchidae, i B. C.): but also (ii A. D.);ὑ. μελλόντων ἀσεβεῖν 2 Ep.Pet.2.6
.III example, instance, AP6.342, Ph.Bel.69.10, D.H. Comp.17, Hp.Ep.17, Herm. in Phdr.p.185 A.;ὑποδείγματος χάριν Nicom.Ar.1.8
; specimen, BGU1141.43 (i B. C.), etc.: pl., Phld.Rh. 1.8 S., al.:—rejected as less correct than παράδειγμα by the Atticists, Phryn.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόδειγμα
-
9 ὑπόδειγμα
1. пример, образец; 2. образ, изображение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑπόδειγμα
-
10 ὑπόδειγμα
[в] примерпримерΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑπόδειγμα
-
11 ὑπόδειγμα
-ατος + τό N 3 0-0-1-0-4=5 Ez 42,15; 2 Mc 6,28.31; 4 Mc 17,23; Sir 44,16pattern, plan (of a house) Ez 42,15; example Sir 44,16Cf. BARR 1961, 152-154; HURST 1983, 156-165; LEE, E. 1962, 167-169; SPICQ 1978a, 907-909;→NIDNTT; TWNT -
12 υπόδειγμα
[иподигма] ουσ о. образец, пример. -
13 ὑπόδειγμα
ὑπό-δειγμα, τό, Anzeige, Kennzeichen, Merkmal; παράδειγμα, Vorschrift, Beispiel, Muster -
14 υπόδειγμα
örnek, model -
15 υπόδειγμα
1) example2) paragonΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπόδειγμα
-
16 υποδείγματ'
ὑποδείγματα, ὑπόδειγμαsign: neut nom /voc /acc plὑποδείγματι, ὑπόδειγμαsign: neut dat sgὑποδείγματε, ὑπόδειγμαsign: neut nom /voc /acc dual -
17 ὑποδείγματ'
ὑποδείγματα, ὑπόδειγμαsign: neut nom /voc /acc plὑποδείγματι, ὑπόδειγμαsign: neut dat sgὑποδείγματε, ὑπόδειγμαsign: neut nom /voc /acc dual -
18 υπόδειγμ'
-
19 ὑπόδειγμ'
-
20 ἐκ-τίθημι
ἐκ-τίθημι (s. τίϑημι), 1) heraussetzen, stellen; Od. 23, 179; aussetzen, ans Land setzen, Soph. Phil. 5; ein Kind, Ar. Nubb. 530 u. Folgde; Sp., wie Paus. 1, 43, 7; auch im med., Hel.; ἐκτίϑεσϑαι λείαν εἰς Βιϑυνούς, von sich weggeben u. dorthin bringen, Plut. Alc. 29; auch ἀπόκρισιν, Pol. 24, 10, 14. – 2) aus-, zur Schau stellen; νόμον πρόσϑεν τῶν ἐπωνύμων Dem. 24, 18; oft bei Pol., ὑπόδειγμα, ἔκϑεμα, 15, 20, 5. 31, 10, 1; ἆϑλα, Preise aussetzen, 15, 9, 4, wie λέβητας Soph. frg. 68. Auch zum Verkauf, Dio Cass. – 3) auseinandersetzen, erzählen, Pol. 10, 9, 3; auch med., D. Sic. 12, 18; übh. festsetzen, bestimmen, Sp.; herausgeben, Gedichte u. Schriften, Sp.
См. также в других словарях:
ὑπόδειγμα — sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόδειγμα — το / ὑπόδειγμα, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι] μτφ. παράδειγμα για μίμηση (α. «υπόδειγμα εκπαιδευτικού» β. «πρὸς ὑπόδειγμα ἀρετῆς», επιγρ. γ. «ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν ἑαυτόν», Πολ.) νεοελλ. 1. δείγμα, πρότυπο για την τήρηση ορισμένου σχεδίου ή ορισμένης… … Dictionary of Greek
υπόδειγμα — το, ατος 1. τύπος, πρότυπο, κανόνας, μοντέλο (για την κατασκευή ομοιόμορφων πραγμάτων): Υπόδειγμα αίτησης. 2. (για πρόσωπα), υποδειγματικός άνθρωπος, τύπος και υπογραμμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόδειγμ' — ὑπόδειγμα , ὑπόδειγμα sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθιβόλιο — Υπόδειγμα εικόνας το οποίο χρησιμεύει για την αναδημιουργία της ή την αναπαράστασή της πάνω σε άλλο αντικείμενο (αγγείο, τοίχος κλπ.). Λέγεται και ανθίβολο. Το α. είναι γνωστό από την αρχαιότητα, χρησιμοποιήθηκε όμως περισσότερο στην αγιογραφία… … Dictionary of Greek
ὑποδειγμάτων — ὑπόδειγμα sign neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγμασι — ὑπόδειγμα sign neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγμασιν — ὑπόδειγμα sign neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματα — ὑπόδειγμα sign neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματι — ὑπόδειγμα sign neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματος — ὑπόδειγμα sign neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)