-
1 υπήνεμοι
-
2 ὑπήνεμοι
-
3 ὤϊσχα
ὤϊσχα· ὑπήνεμα, and [full] ὠηρίχθαι· ὑπήνεμοι, ὥριμοι, Id. -
4 Leeward
adv.P. ἐκ τοῦ ὑπηνέμου (Xen.).We sat to leeward: V. καθήμεθα ὑπήνεμοι (Soph., Ant. 411).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Leeward
См. также в других словарях:
ὑπήνεμοι — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπήνεμος — η, ο / ὑπήνεμος, ον, ΝΜ απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.) νεοελλ. φρ. «υπήνεμο κύμα» (μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται… … Dictionary of Greek
ωηρίχθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὠρινοί, ὑπήνεμοι, ὥριμοι» … Dictionary of Greek