Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπήνεμοι

См. также в других словарях:

  • ὑπήνεμοι — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπήνεμος — η, ο / ὑπήνεμος, ον, ΝΜ απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.) νεοελλ. φρ. «υπήνεμο κύμα» (μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • ωηρίχθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὠρινοί, ὑπήνεμοι, ὥριμοι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»