Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑπήνεμα

См. также в других словарях:

  • ὑπήνεμα — ὑπήνεμος sheltered from the wind neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Υπήνεμα νησιά — Νησιωτική συστάδα του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού, η πιο δυτική του αρχιπελάγους Ιλ ντε λα Σοσιετέ. Βλ. λ. Αντίλλες …   Dictionary of Greek

  • Πολυνησία Γαλλική — Υπερπόντιο Έδαφος της Γαλλικής Δημοκρατίας, στην Ωκεανία, που αποτελείται από πάνω από μια εκατοντάδα νησιά και νησάκια, συναθροιζόμενων στις διοικητικές περιοχές Ιλ ντε λα Σοσιετέ (Προσήνεμα Νησιά, 1173 τ. χλμ. · Υπήνεμα Νησιά, 474 τ. χλμ. ·… …   Dictionary of Greek

  • Σοσιετέ, Ιλ ντε λα- — (Iles de la Societe). Στα ελληνικά, Νησιά της Εταιρείας. Αρχιπέλαγος του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού, που αποτελείται από δεκαπέντε νησιά τα οποία είναι ευθυγραμμισμένα σ’ έναν άξονα ΔΒΔ ΑΝΑ και χωρίζονται σε δύο συστάδες: τα Υπήνεμα νησιά,… …   Dictionary of Greek

  • σταβέντο — και σταβέτο και σοτοβέντο Ν επίρρ. ναυτ. 1. υπήνεμα, απάνεμα 2. φρ. α) «σταβέντο λιμάνι» υπήνεμο λιμάνι β) «από σταβέντο μεριά» από την πλευρά τού πλοίου που δεν παρουσιάζει μέτωπο προς τον άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sotto vento (βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

  • σότο — και σόττο Ν επίρρ. 1. κάτω, από κάτω 2. χαμηλά, σε χαμηλή θέση 3. φρ. α) «σότο βότσε» με χαμηλή φωνή β) «σότο βέντο» ναυτ. απάνεμα, υπήνεμα γ) «σότο παλάνγκο» ναυτ. διεθνής όρος σε ναυλοσύμφωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο παραλήπτης τού φορτίου είναι …   Dictionary of Greek

  • υπήνεμος — η, ο / ὑπήνεμος, ον, ΝΜ απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.) νεοελλ. φρ. «υπήνεμο κύμα» (μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • ώισχα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὠρινά, ὑπήνεμα» …   Dictionary of Greek

  • αβελία — (abelia).Φυλλοβόλοι ή αείφυλλοι θάμνοι της οικογένειας των αιγοκληματιδών ή καπριφολιιδών. Πατρίδα τους είναι οι εύκρατες περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Ασίας (Θιβέτ, Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία). Δύο είδη κατάγονται από το Μεξικό. Μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • Μαρκέσας — (ισπαν. Islas Marquesas, γαλλ. Iles Marquises). Αρχιπέλαγος (1.274 τ. χλμ., 8.712 κάτ.) στον νότιο Ειρηνικό ωκεανό. Βρίσκεται μεταξύ 7° 40’ και 10° 40’ νότιου πλάτους και μεταξύ 138° 20’ και 140° 50’ δυτικού μήκους, ΒΑ των νησιών Τουαμότο.… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδικές Αντίλλες — (Nederlandse Antillen). Ομάδα νησιών (800 τ. χλμ. 188 501 κάτ.), που γεωγραφικά ανήκουν στην Κεντρική Αμερική.Αποτελούν αυτόνομη αποικία της Ολλανδίας, που διοικείται από κυβερνήτη, τον οποίο βοηθούν στην άσκηση των καθηκόντων του ένα Εκτελεστικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»