Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὑπέρχρεως

См. также в других словарях:

  • ὑπέρχρεως — ὑπέρχρεω̆ς , ὑπέρχρεως over head and ears in debt adverbial ὑπέρχρεω̆ς , ὑπέρχρεως over head and ears in debt masc/fem nom pl ὑπέρχρεω̆ς , ὑπέρχρεως over head and ears in debt masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρχρεως — ων, ΜΑ, και ὑπέρχρειος, ον, Μ βυθισμένος στα χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρεως (< χρέος/ χρεῖος / χρέως), πρβλ. κατά χρεως, ὑπό χρεως] …   Dictionary of Greek

  • υπέρχρειος — ον, Μ βλ. ὑπέρχρεως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»