-
1 υπέρου
-
2 ὑπέρου
-
3 περιτροπέω
I intr., περιτροπέων ἐνιαυτός a revolving year, Il.2.295.II trans., turn from all sides to a centre, round up, drive in,πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Od. 9.465
; περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων shepherding them about, h.Merc. 542. -ή, ἡ, turning round, revolution,ἐτέων περιτροπάς Semon.1.8
, cf. Pl.Tht. 209e ;ὅταν περιτροπαὶ ἑκάστοις.. περιφορὰς συνάπτωσι Id.R. 546a
; π. ἔτους Wilcken Chr.27.32 (ii A. D.) : prov., ὑπέρου π., v. ὕπερος 1.2 turning about, changing, ἐν περιτροπῇ by turns, one after another, Hdt.2.168,3.69 ;ἐκ περιτροπῆς D.H.5.2
, Aristid.Or.43(1).24, BGU149.9(ii/iii A. D.), D.C.53.1 ; ἐκ τῆς π. Id.54.19.b Rhet., ἡ π. τοῦ λόγου turning an opponent's arguments against himself, S.E.P.2.128, al., cf. Dam.Pr.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτροπέω
-
4 ὕπερος
A pestle,ὕπερον δὲ τρίπηχυν Hes. Op. 423
;λεήναντες ὑπέροισι Hdt.1.200
; ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται, prov. of never-ending and ineffectual labour, Pl.Com.1, cf. Pl.Tht. 209e, Philem.30, Plu.2.1072b; soεἰ ἐς ὅλμον ὕδωρ ἐκχέας ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττοι Luc.Herm.79
;ὕπερα σιδηρᾶ Poll.7.107
, with which Bgk. compared.. έροις σιδηροῖς, the mutilated title of a successful comedy in IG14.1097.II anything shaped like a pestle,1 club, cudgel, Plu.Alex.63, Luc.Demon.48.2 lever for stretching dislocated joints, Hp.Fract.13, al.III like πηνίον, a pupa of a geometrid moth, Arist.HA 551b6.—The form [full] ὕπερον, τό, is found in Hesperia5.383 (Athens, v B. C., pl.), Hp.Art.5,78, Plb.1.22.7, PRyl.167.14 (pl., i A.D.), Luc.Philops.35, Poll.1.245, 7.107, 10.114, EM779.48; whereas none of the other passages in which the word occurs prove anything about the gender, except Hes. l.c.; whence it has been suggested that τρίπηχυ should be read there, and ὕπερον, τό, received as the only form.
См. также в других словарях:
ὑπέρου — ὕπερον neut gen sg ὕπερος pestle masc gen sg ὕπερος pestle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek
гол, как кол — (Тяжбу завел стал) гол, как сокол (сокол железный лом) Заплаточки с лоскуточками беседуют (о голых нищих) Ср. Богачу дураку И с казной не спится, Бобыль гол, как сокол, Поет веселится. Никитин. Песня бобыля. Ср. Я никогда не отличался… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Гол, как кол — Голъ, какъ колъ, (тяжбу завелъ сталъ) голъ, какъ соколъ. (Соколъ желѣзный ломъ.) Заплаточки съ лоскуточками бесѣдуютъ (о голыхъ нищихъ). Ср. Богачу дураку И съ казной не спится, Бобыль голъ, какъ соколъ, Поетъ веселится. Никитинъ. Пѣсня бобыля.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Γυμνότερος παττάλου. — (ὑπέρου). См. Гол, как кол … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ακρόστυλο — το 1. η άκρη τού στύλου 2. το στίγμα τού υπέρου τών λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + στύλος] … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
ετεροστυλία — η βοτ. η ανισότητα τού μήκους τών στυλίσκων τού υπέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterostyly < hetero (πρβλ. ετερο *) + styly < stylous (πρβλ. στύλος)] … Dictionary of Greek
νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των … Dictionary of Greek
περιτροπή — η, ΝΜΑ [περιτρέπω] φρ. «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» με τη σειρά, αλληλοδιαδόχως, με κανονική εναλλαγή τής σειράς μσν. αρχ. μετατροπή, εναλλαγή («μηδαμῶς συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ… … Dictionary of Greek