-
1 υπερθυμος
См. также в других словарях:
ὑπέρθυμος — ὑπέρθῡμος , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρθυμος — ον, Α 1. αυτός που έχει γενναία ψυχή, μεγαλόψυχος 2. (με αρνητική σημ.) αλαζόνας, καυχησιάρης 3. (για άλογο) οξύθυμος, ατίθασος 4. πολύ οργισμένος. επίρρ... ὑπερθύμως Α 1. με υπερβολική οργή 2. με πολύ μεγάλη προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + θυμος… … Dictionary of Greek
υπερθυμούμαι — όομαι, Α [ὑπέρθυμος] (αποθ.) διαπνέομαι από υψηλά φρονήματα, είμαι ὑπέρθυμος* … Dictionary of Greek
ὑπερθύμω — ὑπερθύ̱μω , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπερθύ̱μω , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερθύμως — ὑπερθύ̱μως , ὑπέρθυμος high spirited adverbial ὑπερθύ̱μως , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρθυμον — ὑπέρθῡμον , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem acc sg ὑπέρθῡμον , ὑπέρθυμος high spirited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερθύμως — Α επίρρ. βλ. ὑπέρθυμος … Dictionary of Greek
ὑπερθύμοιο — ὑπερθύ̱μοιο , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερθύμοις — ὑπερθύ̱μοις , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερθύμοισι — ὑπερθύ̱μοισι , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερθύμου — ὑπερθύ̱μου , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)