-
1 υπερζεστος
-
2 ὑπέρζεστος
ὑπέρ-ζεστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρζεστος
-
3 ὑπέρζεστος
ὑπέρ-ζεστος, übermäßig kochend, überkochend -
4 υπέρζεστα
-
5 ὑπέρζεστα
См. также в других словарях:
υπέρζεστος — ον, Α [ζεστός] παραβρασμένος … Dictionary of Greek
ὑπέρζεστα — ὑπέρζεστος boiling over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)