-
1 υπέρακμον
ὑπέρακμοςsexually well-developed: masc /fem acc sgὑπέρακμοςsexually well-developed: neut nom /voc /acc sg -
2 ὑπέρακμον
ὑπέρακμοςsexually well-developed: masc /fem acc sgὑπέρακμοςsexually well-developed: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ὑπέρακμον — ὑπέρακμος sexually well developed masc/fem acc sg ὑπέρακμος sexually well developed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρακμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει περάσει πλέον την ακμή τής ηλικίας του μσν. 1. (το ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπέρακμον η ώριμη ηλικία, η ηλικία μετά τη νεότητα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρακμα στην ώριμη πια ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακμος (<… … Dictionary of Greek