Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑπέρακμα

См. также в других словарях:

  • ὑπέρακμα — ὑπέρακμος sexually well developed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερακμάσας — ὑπερακμά̱σᾱς , ὑπερακμάζω surpass in vigour fut part act fem acc pl (doric) ὑπερακμά̱σᾱς , ὑπερακμάζω surpass in vigour fut part act fem gen sg (doric) ὑπερακμάσᾱς , ὑπερακμάζω surpass in vigour aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρακμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει περάσει πλέον την ακμή τής ηλικίας του μσν. 1. (το ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπέρακμον η ώριμη ηλικία, η ηλικία μετά τη νεότητα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρακμα στην ώριμη πια ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακμος (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»