-
1 ὑπώρεια
A the foot of a mountain, skirts of a mountain range, mostly c. gen.,ὑπωρείας ᾤκεον.. Ἴδης Il.20.218
;οἰκέουσι ὑπώρεαν ὀρέων ὑψηλῶν Hdt.4.23
, cf. 1.110, 2.158, 7.199; [ὄρεα] συμμίσγοντα τὰς ὑπωρέας (- είας codd.) ἀλλήλοισι ib. 129; ἐπὶ τῆς ὑπωρέης (- είης codd.)τοῦ Κιθαιρῶνος Id.9.19
, cf. 25 (- είης codd.);ἐν ταῖς ὑ. Pl.Lg. 681a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπώρεια
См. также в других словарях:
υπώρεια — η / ὑπώρεια, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπώρεα Α οι πρόποδες, τα ριζά βουνού («οἰκέουσι ὑπώρεαν οὐρέων ὑψηλῶν», Ηρόδ.) νεοελλ. (κυρίως στον πληθ.) οι υπώρειες (γεωμορφ.) το τμήμα τών πεδιάδων ή τών λόφων που βρίσκεται στους πρόποδες ενός ορεινού όγκου και… … Dictionary of Greek