-
1 ὑπό-πτερος
ὑπό-πτερος, befiedert; πέλειαι Soph. Phil. 288; Eur. Herc. für. 71; Ar. Av. 286. 787; dah. flügelschnell, Her. 3, 107. 109; Plat. u. A.; – Pind. vom Schiffe, Ol. 9, 24; auch ἀνορέαι, P. 8, 91; – ὅςτις οὐχ ὑπόπτερος φροντίσιν δαείς Aesch. Ch. 594, leichtsinnig; – ἴτω ὑπόπ τερον τὸ νεῖκος Eur. Hel. 1252.
-
2 ὑπόπτερος
ὑπό-πτερος, befiedert; dah. flügelschnell; vom Schiffe; ὅςτις οὐχ ὑπόπτερος φροντίσιν δαείς, leichtsinnig
См. также в других словарях:
κατάπτερος — κατάπτερος, ον (Α) αυτός που έχει φτερά, ο πτερωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. περί πτερος, υπό πτερος] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek