Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὑπό-πτερος

См. также в других словарях:

  • κατάπτερος — κατάπτερος, ον (Α) αυτός που έχει φτερά, ο πτερωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. περί πτερος, υπό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»