-
1 υπόφασις
-
2 ὑπόφασις
-
3 ὑπόφασις
A a being half seen, ὑ. τῶν ὀφθαλμῶν, of the eyes, when in sleep they show through the half-opened eyelids, Hp. Prog.2 (v.l. ὑποφαύσιας), Aph.6.52, cf. Aret.SA1.5; trace, slight indication,ἱδρῶτος Gal.10.541
.2 appearance,σολοικισμοῦ ὑπόφασιν ποιεῖσθαι A.D. Pron.22.22
; οὐδὲ ὑ. not a trace, Dam.Pr.84; ἡ ὑ. τῶν μερῶν ib. 157.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόφασις
-
4 ὑπόφασις
-
5 υποφάσεις
ὑπόφασιςa being half seen: fem nom /voc pl (attic epic)ὑπόφασιςa being half seen: fem nom /acc pl (attic) -
6 ὑποφάσεις
ὑπόφασιςa being half seen: fem nom /voc pl (attic epic)ὑπόφασιςa being half seen: fem nom /acc pl (attic) -
7 ὑπό-φαυτις
ὑπό-φαυτις, ιος, ἡ, äol. = ὑπόφασις; so διαβολιᾶν ὑποφαύτιες, heimliche Einflüsterung der Verleumdungen, Pind. P. 2, 76, nach Böckh's Emend., s. ὑποφᾶτις.
-
8 υποφάσιας
-
9 ὑποφάσιας
-
10 υποφάσιες
-
11 ὑποφάσιες
-
12 υποφάσιος
-
13 ὑποφάσιος
-
14 υπόφασιν
-
15 ὑπόφασιν
-
16 ὑποφαίνω
A bring to light from under, θρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης he drew the stool from under the table, Od.17.409.2 show a little, just show,θύννοι.. τὰ λευκὰ ὑποφαίνοντες Arist.HA 537a21
;αἱ παρειαὶ ὑ. τὴν τῆς αἰδοῦς χροιάν Poll.2.87
: metaph., give indications of,μικρὰν ἐλπίδα D.19.123
;πραότητα Plb.27.12.3
, cf. v.l. in 23.5.5: c. part., ὑπέφαιν' ἐσομένη.. λαμπρὰ (Dobree for - ὸν)πάνυ Anaxandr.9.6
;ὑ. ὥσπερ ἐπιθησόμενος Ael.NA5.19
: c. acc. et inf., Sor.2.61.II [voice] Pass., to be seen under, ; cf. v.l. in Thphr.Char.4.4.2 just show oneself, be half seen, as the half-opened eyes (cf.ὑπόφασις 1
),ἤν τι -ηται τοῦ λευκοῦ Hp.Prog.2
, Aph.6.52; of teeth, Arist.HA 502a12;εἴ τι τῆς χώρας ἔρημον χιόνος ὑ. Arr.An.4.19.1
;ὑ. σελήνη Ael.NA4.10
;ἡ ὠλένη διὰ τῆς ἐσθῆτος Philostr.Im.2.8
;ὑ. σωτηρία Isoc.4.93
, 6.44;ὅπως πιστότερα ὑμῖν ὑποφαίνοιτο Lys.13.19
codd. ( ὅπως -οτέρα ἡ μήνυσις φαίνοιτο corr. Francken);ἀμφις βήτησις Arist.EN 1096b9
; ἡμέρα, ἔαρ (v. infr. 111), X.Cyr.4.5.14 (as v.l.), HG5.3.1.III intr. in [voice] Act., of the dawn of day, ὑπέφαινε ἡμέρα, ἕως, the day gradually breaks or just begins to break, Id.An.3.2.1, 4.3.9, cf. Cyr.4.5.14, etc.; ἤδη ὑπέφαινέν τι ἡμέρας (impers.) Pl.Prt. 312a: soἔαρ ὑπέφαινε X.HG3.4.16
;γίνωσκε τὸν καρπὸν καλῶς ὑποφαίνοντα PCair.Zen.329.13
(iii B. C.).2 metaph., τὰ νῦν ὑποφαίνοντα the difficulties now dawning upon us, Pl.Sph. 245e;τοσαύτας ὁρῶν ὑποφαινούσας ἐλπίδας Din.1.21
;ἐὰν ὑποφαίνῃ ἀπορία μέλιτος Arist.HA 625a23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποφαίνω
См. также в других словарях:
ὑπόφασις — a being half seen fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφάσεις — ὑπόφασις a being half seen fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόφασις a being half seen fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφάσιας — ὑπόφασις a being half seen fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφάσιες — ὑπόφασις a being half seen fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφάσιος — ὑπόφασις a being half seen fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόφασιν — ὑπόφασις a being half seen fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόφαση — η / ὑπόφασις, άσεως, ΝΑ [ὑποφαίνω] νεοελλ. ιατρ. παθολογική κατάσταση τών οφθαλμών, με μισόκλειστα βλέφαρα ώστε να φαίνεται μέρος μόνο τού βολβού αρχ. 1. το να είναι τα μάτια μισάνοιχτα κατά τη διάρκεια τού ύπνου, το να λαγοκοιμάται κανείς 2. το… … Dictionary of Greek