-
1 υπότροπος
-
2 ὑπότροπος
-
3 υποτροπος
21) возвращающийся или вернувшийсяὑπότροπον ἵξεσθαι и ἱκέσθαι Hom. — вернуться
2) пришедший в себяπρὴν ὑπότροπον ἀμπνευθῆναι (v. l. ἀμπνυνθῆναι) Theocr. — прежде, чем он, придя в себя, станет дышать
-
4 ὑπότροπος
A turning back, returning,ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Il.6.501
;ὑ. ἵκετο δῶμα Od.20.332
;ὑ. ἵξομαι αὖτις Il.6.367
; ;ὑ. οἴκαδ' ἱκέσθαι Od.21.211
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπότροπος
-
5 ὑπότροπος
ὑπό - τροπος ( τρἐπω): returning, back again.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπότροπος
-
6 ὑπότροπος
ὑπό-τροπος, zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; immer wiederkommend -
7 υπότροπος
yeniden aynı suçu işleyen -
8 υπότροπος
récidiviste -
9 ὑπό-τροπος
ὑπό-τροπος, zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; ὑπότροπος αὖτις Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; ὑπότροπος οἴκαδε Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie ὑποτροπικός.
-
10 υπότροπον
-
11 ὑπότροπον
-
12 νοστέω
νοστέω, zurückkehren, heimkehren, zur Heimath gelangen; oft Hom., ἐς πατρίδα γαῖαν, auch οἴκαδε, οἶκόνδε, ὅνδε δόμονδε; εἰ νόστησ' Ὀδυσεὺς καὶ ὑπότροπος ἵκετο δῶμα, Od. 20, 332; ἢ εὖ ἠὲ κακῶς, Il. 2, 253; καὶ ἐκ πυρὸς αἰϑομένοιο νοστήσαιμεν, 10, 246, d. i. glücklich davonkommen; κάλλιον ἐνόστησε, Pind. N. 11, 26; μήτε νοστῆσαί ποτε τὸ κοῖλον Ἄργος, nach Argos, Soph. O. C. 1388, wie οὔπω νενόστηκ' οἶκον, Eur. I. T. 534; πατρίδα, Hel. 1031; νοστήσαντά μιν εἰς τὰ οἰκία, Her. 1, 122; ὀπίσω, 3, 26; νοστεῖν πάλιν, Ar. Av. 1270; – aber εἰς ἐκκλησίαν νοστῶν ist = hingehend, Ach. 29, wie Plat. Ep. VII, 335 c πορείαν νοστεῖν gesagt ist; einzeln so bei Sp. – Qu. Sm. 1, 269 braucht auch das med. νοστήσατο. – Paus. 7, 2, 11 ὡς δ' ἐνόστησε τὸ ὕδωρ καὶ οὐκέτι ἦν ϑάλαττα, als es süß und trinkbar wurde. Vgl. νόστιμος u. νόστος am Ende.
-
13 υπότροπα
-
14 ὑπότροπα
-
15 υπότροποι
-
16 ὑπότροποι
См. также в других словарях:
ὑπότροπος — turning back masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπότροπος — η, ο / ὑπότροπος, ον, ΝΜΑ [ὑποτρέπομαι] (για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που επανεμφανίζεται μετά από κάποια διακοπή νεοελλ. 1. (ποιν. δίκ.) (για εγκληματία) εκείνος ο οποίος, ενώ έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα εκ… … Dictionary of Greek
υπότροπος — η, ο αυτός που πέφτει σε υποτροπή (βλ. λ.): Τιμωρήθηκε αυστηρά, γιατί είναι υπότροπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπότροπον — ὑπότροπος turning back masc/fem acc sg ὑπότροπος turning back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπότροπα — ὑπότροπος turning back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπότροποι — ὑπότροπος turning back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… … Dictionary of Greek
προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… … Dictionary of Greek
υποτροπάζω — Α [ὑπότροπος] (το μέσ.) υποτροπάζομαι α) επιστρέφω («πάλιν ύπετροπάσθην μῆνας τέσσαρας», πάπ.) β) (για ασθένεια) υποτροπιάζω … Dictionary of Greek