-
1 ὑποτρομέω
A = ὑποτρέμω, tremble under,τρομέει δ' ὑπὸ γυῖα Il.10.95
.II c. acc., tremble before any one,μιν.. ὑποτρομέεσκον ὁρῶντες 20.28
: withoutacc.,ὑποτρομέουσιν ἅπαντες 22.241
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτρομέω
-
2 ὑπότρομος
ὑπότρομ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπότρομος
-
3 ὑποτρομώδης
ὑποτρομ-ώδης, ες,A somewhat tremulous, Hp.Epid.4.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτρομώδης
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский