-
1 ὑπότιτθος
ὑπο-τίτθιος, u. ὑπότιτθος, unter od. an der Mutterbrust liegend, saugend -
2 ὑπο-τίτθιος
ὑπο-τίτθιος, und ὑπότιτθος, wie ὑπομάζιος, unter od. an der Mutterbrust liegend, saugend, Sp.
-
3 ὑποτίτθιος
ὑποτίτθ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτίτθιος
-
4 ὑποτίτθιος,
ὑπο-τίτθιος, u. ὑπότιτθος, unter od. an der Mutterbrust liegend, saugend
См. также в других словарях:
υπότιτθος — ον, ΜΑ ὑποτίτθιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τιτθός «μικρός μαστός» (πρβλ. ἀπό τιτθος)] … Dictionary of Greek