-
1 υποστατός
-
2 ὑποστατός
-
3 υπόστατος
-
4 ὑπόστατος
-
5 ὑποστατός
A set under: as Subst., ὑπόστατον, τό, stand, = ὑποστάτης, IG22.1388.43,11(2).161 B 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46.II to be borne or withstood,οὐχ ὑποστατόν E.Supp. 737
;θεὸς.. θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.Fr.177.2
(as Scal. for - της).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστατός
-
6 υποστατόν
-
7 ὑποστατόν
-
8 υπόστατον
ὑπόστᾱτον, ὑφίστημιplace: aor ind act 2nd dual (doric)ὑπόστατοςset under: masc /fem acc sgὑπόστατοςset under: neut nom /voc /acc sg -
9 ὑπόστατον
ὑπόστᾱτον, ὑφίστημιplace: aor ind act 2nd dual (doric)ὑπόστατοςset under: masc /fem acc sgὑπόστατοςset under: neut nom /voc /acc sg -
10 υποστατού
-
11 ὑποστατοῦ
-
12 υποστατούς
-
13 ὑποστατούς
-
14 υποστατών
ὑποστάτηςthat which stands under: masc gen plὑποστατόςset under: masc /fem /neut gen pl -
15 ὑποστατῶν
ὑποστάτηςthat which stands under: masc gen plὑποστατόςset under: masc /fem /neut gen pl -
16 υποστατά
-
17 ὑποστατά
-
18 υποστάτου
ὑπόστατοςset under: masc /fem /neut gen sgὑποστάτηςthat which stands under: masc gen sg -
19 ὑποστάτου
ὑπόστατοςset under: masc /fem /neut gen sgὑποστάτηςthat which stands under: masc gen sg -
20 υποστάτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑποστατός — set under masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόστατος — set under masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστατός — ή, ό / ὑποστατός, ή, όν, ΝΑ, και ὑπόστατος, ον, Α [ὑφίστημι] νεοελλ. αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει αρχ. 1. αυτός που τίθεται ως θεμέλιο, ως βάση 2. υποφερτός («θεὸς... θνητοῑς οὐδαμῶς ὑποστατός», Ευρ.) 3. αυτός που υπάρχει πραγματικά … Dictionary of Greek
υποστατός — ή, ό αυτός που μπορεί να υπάρχει, ο υπαρκτός, ο πραγματικός (αντίθ. ανυπόστατος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποστατόν — ὑποστατός set under masc/fem acc sg ὑποστατός set under neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατοῦ — ὑποστατός set under masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατούς — ὑποστατός set under masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατά — ὑποστατός set under neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστάτου — ὑπόστατος set under masc/fem/neut gen sg ὑποστάτης that which stands under masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστάτων — ὑπόστατος set under masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστάτῳ — ὑπόστατος set under masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)